Υποβρύχια αποστολή στο πλημμυρισμένο χωριό
Μέσα στα πενήντα χρόνια στην οικογένεια των “αδελφικών δημοκρατιών”, στην επικράτεια της Ουκρανίας δημιουργήθηκαν έξι τεχνητές λίμνες: του Κιέβου (Κίεβσκε), του Κάνιβ (Κάνιβσκε), του Κρεμεντσούγκ, του Ντινπροδζέρζινσκ, του Ντνιπρό και της Καχόβκα. Αντί για χιλιάδες χωριά, όπου κάποτε ζούσαν πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι, στα 6886 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σήμερα κατρακυλά νερό. Κάτω από αυτό είναι σκουρόχρωμα εδάφη πλούσια σε χούμο, ιστορικά και φυσικά μνημεία, ανθρώπινες μοίρες.
Η φαντασία αντλεί ένα χωριό με νερό. Κατοικίες, υπόστεγα, πηγάδια... Μόνο που δεν υπάρχουν άνθρωποι στους δρόμους και ζώα στα βοσκοτόπια. Αντί γι 'αυτά γιγάντιοι γουλιανοί και λούτσοι κολυμπούν ανάμεσα στα σπίτια, χαζεύοντας στα παράθυρα...
Στην πραγματικότητα, ούτε σπίτια ούτε άλλες δομές. Όλα κατεδαφίστηκαν πριν πλημμυρίσουν. Αλλά η στοιχειώδης περιέργεια, του τι βρίσκεται σήμερα κάτω από το νερό, γίνεται για μας η κινητήρια δύναμη. Ως εκ τούτου, έχουμε μια αποστολή και πηγαίνουμε στο Ρζίσεβ (επαρχία του Κιέβου), απέναντι από το οποίο ήταν κάποτε το χωριό Γούσιντσι, όπου τώρα πάνω από το νερό παρέμεινε μόνο η εκκλησία.
Στον Ρζίσεβ μας περίμεναν. Το σκάφος βυθίζεται από το φορτίο: φιάλη οξυγόνου, φορτία στερέωσης μολύβδου και όλος ο εξοπλισμός κατάδυσης. Μας συναντά η Βαλεντίνα Μιχαϊλιτσένκο, πρώην κάτοικος του χωριού Γούσιντσι. Σήμερα θα κάνει την ξεναγό: παρόλο που έχουν περάσει σχεδόν σαράντα χρόνια από τότε που η Βαλεντίνα εγκατέλειψε το χωριό, θυμάται ακόμα πού και τι ήταν κάποτε.
Αλλά πρώτα κατευθυνόμαστε προς τον πατέρα της, τον Μικόλα Κούμπρακ, ο οποίος ήταν ο μοναδικός του χωριού που δεν το εγκατέλειψε, αλλά έμεινε στο σπίτι του στο Γούσιντσι, που ήταν κτισμένο σε ένα λόφο και δεν καλύφθηκε από το νερό.
Ο τελευταίος Μοϊκανός του Γούσιντσι
Το σκάφος με δυσκολία σπάει τα απότομα κύματα του Δνείπερου. Εδώ και δεύτερη ημέρα φυσά ισχυρός άνεμος, ο οποίος ανακατεύει το νερό και έφερε χαμηλά άγρια σύννεφα.
- Έτσι το καλοκαίρι με βάρκες πηγαίναμε στο Ρζίσεβ, θυμάται η Βαλεντίνα Μικολάϊβνα. – Μόνο που τότε αυτές ήταν μακριές ξύλινες με κινητήρα. Στο παζάρι, στο σχολείο... Στο Γούσιντσι υπήρχε μόνο το δημοτικό, έτσι τελείωσα το σχολείο στο Ρζίσεβ. Και μετά από 20 χρόνια μετακόμισα εκεί εντελώς, η λιμνοθάλασσα του Κάνιβ κατάπιε το χωριό μου.
Οι χωρικοί εκδιώχθηκαν βίαια και με ιδιαίτερο κυνισμό. Πλήρωναν το μισό της αποζημίωσης, έτσι ώστε οι άνθρωποι να βρουν κάπου ένα νέο σπίτι. Και το δεύτερο μισό πλήρωναν μόνο όταν οι ίδιοι κατεδάφιζαν το ίδιο τους το σπίτι, στο οποίο ζούσαν οι γονείς τους, οι παππούδες και οι προ-παππούδες τους και έκοβαν τα δέντρα που φυτεύτηκαν από τα χέρια τους...
Πριν την πλημμύρα στο Γούσιντσι υπήρχαν περίπου 350 νοικοκυριά, ζούσαν πάνω από χίλιοι κάτοικοι. Δεν υπήρχε κολχόζ στο χωριό, αλλά ένας αγροτικός συνεταιρισμός. Καλλιεργούσαν ιτιές και στη συνέχεια πλέκανε καλάθια, καρέκλες, τραπέζια, πολυθρόνες, ακόμα και κούνιες για μωρά.
- Την άνοιξη, - συνεχίζει να βυθίζεται στις αναμνήσεις της η Βαλεντίνα Μικολάϊβνα - που μάζευαν τα κρίνα, τα βάζανε σε μεγάλα καλάθια «Κίιβσκι», με τις βάρκες τα μεταφέρανε στο Ρζίσεβ, και από εκεί με ατμόπλοιο στο Κίεβο, για να πουλήσουν τα λουλούδια στο παζάρι. Έτσι, τα καλάθια ονομάστηκαν «Κίιβσκι».
Ο γερο-Μικόλα περιμένει τη βάρκα στην παραλία. Τελνιάσκα [ΣτΜ: τελνιάσκα– ριγέ μπλε-λευκή φανέλα, απαντάται στη στολή των ναυτικών.], μπλε πουκάμισο, από πάνω του, ένα στρατιωτικό μπουφάν παραλλαγής, στο κεφάλι είναι ένα λευκό πηλίκιο με την επιγραφή «captan» (ενώ στα αγγλικά «captain»). Είναι «σε φόρμα» και με καλό χιούμορ. Ήταν αξιοσημείωτο ότι ο παππούς συνήθιζε την προσοχή, όπως και συνήθιζε να παίζει το ρόλο ενός εξωτικού μοναχικού παράξενου. Εμείς δεχόμαστε τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ω! Η χειραψία του είναι πραγματικά σκληρή. Θα ήταν ωραίο να το έχει κανείς στην ηλικία 78 ετών.
Ένα μακρύ, χονδροειδής τραπέζι, καλυμμένο με χρωματιστό πλαστικό κινέζικο τραπεζομάντιλο, κλασικά στέκεται κάτω από το παλιό δέντρο στη μέση της αυλής. Σε αυτό τοποθετούνται τα φαγώσιμα από τη «μεγάλη γη»: ψαρόσουπα, βραστές πατάτες, ψητά και καπνιστά ψάρια και ζαρζαβατικά. Και ενώ ο Βαλέριι (ο βαρκάρης μας) ρίχνει τη σούπα σε πιάτα, ο πατέρας και η κόρη μας κάνουν ξενάγηση.
- Αυτό το σπίτι χτίστηκε το 1895. Μετά τον πόλεμο, άλλαξαν τη στέγη από άχυρο σε σχιστόλιθος, εξηγεί η Βαλεντίνα Μικολάιβνα.
Το σπίτι είναι κατασκευασμένο από ξύλο, επικαλυμμένο με πηλό με άχυρο και ασβεστωμένο από πάνω. Το ολοκληρώνει μια μικρή ξύλινη βεράντα. Από τη βεράντα μπαίνετε στο χολ. Εκεί, μια σκάλα στη σοφίτα, μια πόρτα στον αχυρώνα και μια φαρδιά αλλά χαμηλή πόρτα στο δωμάτιο.
- Χαμηλή, έτσι ώστε η θερμότητα να μην βγαίνει, και φαρδιά έτσι ώστε η αγελάδα να περνάει. Το χειμώνα μόλις γεννούσε η αγελάδα, την έπαιρναν μαζί με το νεογέννητο στο σπίτι.
Το δωμάτιο ήταν απροσδόκητα μεγάλο, περίπου είκοσι μέτρα. Προφανώς, το έχτισαν πλούσιοι άνθρωποι. Μέσα είχε ωραία δροσιά. Οι τοίχοι είναι σοβατισμένα και ασβεστωμένα, στο ταβάνι δοκάρια και σανίδες, επίσης ασβεστωμένα με κιμωλία. Υπάρχει ένα ακόμα, μικρότερο δωμάτιο, τώρα είναι το υπνοδωμάτιο του παππού.
Στους τοίχους του σαλονιού υπάρχουν φωτογραφίες, κεντημένες πετσέτες και εικόνες. Και φωτογραφία της πλημμυρισμένης εκκλησίας του χωριού. Στο τραπέζι μερικά έγγραφα, αλοιφές, άλμπουμ φωτογραφιών και το πιστοποιητικό από το αρχείο, ότι το 1967-70 στον Κούμπρακ Μικόλα Πανάσοβιτς άνηκε ένα οικόπεδο 0,15 εκτάρια (15 στρέμματα).
Η γύρω παράκτια γη εκμεταλλεύεται εντατικά από νέους ιδιοκτήτες, οι οποίοι κατασκευάζουν εξοχικά και βίλες, δημιουργούν παραλίες και αμέσως τα περιβάλλουν με ψηλούς φράκτες.
Εν τω μεταξύ, το τραπέζι είναι έτοιμο. Η ψαρόσουπα εξαφανίζεται. Και στη συνέχεια πατατούλες με τηγανητά κρεμμύδια και λαρδί, καπνιστό ψάρι...
Στον πάγκο δίπλα στο τραπέζι κάθεται ένας μεγαλόμουτρος γάτος. Ήρεμα και επίμονα ξύνει το παντελόνι μου με το νύχι, απαιτώντας ψάρια. Έχοντας λάβει ένα κεφάλι από γριβάδι, τρώει αργά κάτω από το τραπέζι.
Το μεσημεριανό γεύμα φτάνει στο αποκορύφωμά του, ο γερο-Κούμπρακ φέρνει ένα μπουκάλι δύο λίτρων κιτρινωπού υγρού με την φωτεινόχρωμη ετικέτα «Κουμπράκιβσκα. Ειδική βότκα 60 βαθμών». Στην ετικέτα φαίνεται ο Μικόλα Πανάσοβιτς ο ίδιος με στολή δασοκόμου.
Όλοι παινεύουν την σπιτική βότκα και ο γερο-Μικόλα αλλάζει το καπέλο του καπετάνιου με το πράσινο πηλίκιο της δασοκομίας και περισσότερο μοιάζει με την εικόνα στην ετικέτα.
Εν τω μεταξύ, ενδιαφερόμαστε πού και τι βρισκόταν στο χωριό πριν την πλημμύρα, έτσι η κατάδυσή μας να μην είναι μάταια. Πάνω στο φαϊ αποδεικνύεται ότι κάπου κοντά ήταν ένα νεκροταφείο. Γιατί πριν από δέκα χρόνια, όταν πνίγηκε ένας εκατομμυριούχος, τον ψάχνανε πολλοί δύτες και στον βυθό είδαν τους σταυρούς και τα φέρετρα.
Προσπαθούμε να αποκτήσουμε τις απαραίτητες πληροφορίες.
- Ναι, υπήρχε ένα νεκροταφείο. Κάπου πίσω από το Φιδίσιο νησί. Ξέρεις γιατί λέγεται Φιδίσιο; Επειδή πήγαιναν εκεί με τις βάρκες και άσεμνα κορίτσια, φίδια, δηλαδή, ξαφνικά αλλάζει το θέμα ο γερο-Μικόλα.
Ήταν προφανές ότι ήταν λίγο κουρασμένος από την επίσκεψή μας. Αποχαιρετιζόμαστε, ο γερο-Μικόλα όρθιος στην βεράντα του, πάνω από την οποία κρέμεται η σημαία της Αυστραλίας.
- Ήρθαν Αυστραλοί και μου τη χάρισαν!
Εκκλησία στο νησί
Από το κτήμα του γέρου ως την εκκλησία είναι ούτε ένα χιλιόμετρο. Φτάνουμε και βρισκόμαστε στη νέα προβλήτα.
- Αυτή η προβλήτα έγινε από τον πάτερ Βαρλαάμ, έναν ιερέα από το Κίεβο, εξηγεί ο Μικόλα Σπιτσάκ. - Αυτός τώρα φροντίζει την εκκλησία και το Πάσχα εδώ γίνεται η τελετή.
Ενώ ο Αντρίϊ και ο Σασκό ετοιμάζουν τον καταδυτικό εξοπλισμό, επιθεωρούμε την εκκλησία. Χτίστηκε πριν από περίπου 200 χρόνια - το 1822. Από το κόκκινο τούβλο στο στυλ του ουκρανικού μπαρόκ. Κοντά στην εκκλησία είναι το καμπαναριό, αλλά χωρίς σκεπή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου χτυπήθηκε από έναν όλμο, και την μεταπολεμική εποχή, φυσικά, κανένας δεν διέθετε χρήματα για την επισκευή ενός θρησκευτικού κτιρίου. Και η εκκλησία, και το καμπαναριό βρίσκονται σε ένα μικρό νησάκι, το οποίο ανεβαίνει μόλις μισό μέτρο πάνω από το νερό. Ένας τοίχος της εκκλησίας είναι στο νερό του Δνειπέρου.
Η δεξιότητα των κατασκευαστών του 19ου αιώνα προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό. Να μένει τόσα χρόνια στο νερό και να μην καταστραφεί!
Ωστόσο, οι προ-παππούδες-αρχιτέκτονες δεν έσωσαν την εκκλησία από τα ανθρώπινα χέρια. Τα ξύλινα μέρη του αποσυναρμολογήθηκαν για καυσόξυλα. Αντί για εικόνες και πίνακες ζωγραφικής (λένε, πως οι τοιχογραφίες που πήρανε από εδώ, βρέθηκαν στα σύνορα από τους λαθρεμπόρους) - επιγραφές όπως «Λούμπνι. ΔΜΜπ-75 Καδίροβ, Δρομπατένκο, Σλίζκιϊ». Η συχνότητα χρήσης της συντομογραφίας «ΔΜΜπ» [ΣτΜ:. ДМБ, демобілізація - αποστράτευση] στους τοίχους του ναού εκπλήσσει. Αυτό οφείλεται σε στρατιωτικό πεδίο εκπαίδευσης που βρίσκεται κοντά.
Και αποδεικνύεται ότι μια Σβιτλάνα το 1996 ήταν τόσο ερωτευμένη με κάποιον Άλικ, που σκαρφάλωσε σε ύψος τεσσάρων μέτρων και το στήριξε στον τοίχο της εκκλησίας. Την επιδεξιότητά της μπορείς να ζηλέψεις. Έφερε μια σκάλα από τη στεριά;
Οι άντρες είναι ήδη πλήρως εξοπλισμένοι, ελέγχουν το φωτογραφικό και βίντεο-εξοπλισμό και ήσυχα καταδύονται στο νερό. Με ανυπομονησία τους περιμένουμε σε ένα κομμάτι στεριάς. Τι υπάρχει εκεί, στο βυθό; Υπάρχει κάτι που έχει απομείνει από το βουερό χωριό Γούσιντσι, το οποίο εξαφανίστηκε το καλοκαίρι του 1971 κάτω από το τετράμετρο στρώμα της τεχνητής λίμνης του Κάνιβ;
Αντί απαντήσεων βλέπουμε μόνο τις φυσαλίδες στο νερό από τους δύτες μας.
- Εδώ ήταν - η Βαλεντίνα Μικολάϊβνα με το χέρι της δείχνει ένα μικρό νησάκι καλαμιών περίπου πενήντα μέτρα μακριά μας - το σχολείο μας. Και αριστερά ήταν το κλουμπ [ΣτΜ: клуб – πολιτιστικό κέντρο ενός χωριού.], και εκεί ήταν το γήπεδο. Ζούσαμε μετά χαράς. Και ποδόσφαιρο παίζαμε και βόλεϊ... Περνούσαμε τις γιορτές μαζί, γνωριζόμασταν ο ένας με τον άλλον... Μια φορά την άνοιξη, όταν πλημμύρησε ο Δνείπερος, εγώ (ακόμα αρκετά μικρή) μπήκα στο νότσβι [ΣτΜ:. ночви - ξύλινο δοχείο, σκαφωειδές ή ορθογώνιο, σκαλισμένο από ένα ολόκληρο κορμό, στον οποίο πλύνανε τα παιδιά, τα ρούχα, έφτιαχναν τη ζύμη για ψωμί κλπ.] και πήγα, όπως με μια βάρκα. Ήμουν τυχερή: οι γείτονες με είδαν και με έσωσαν.
Αλλά οι γείτονες της Βαλεντίνας δεν ήταν τυχεροί. Το 1971, από το πλημμυρισμένο χωριό μετακινηθήκαν στην περιοχή Ιβάνκιβσκιϊ, έχτισαν ένα σπίτι κοντά στο Τσερνομπίλ. Και μετά από 15 χρόνια μετακινήθηκαν και από εκεί λόγω του ατυχήματος στο Τσερνομπίλ.
- Εμείς με τους πρώην χωρικούς μας πηγαίνουμε καμιά φορά στο χωριό μας. Σταματάς πάνω από το σπίτι σου, σου έρχονται αναμνήσεις... Οι πιο μεγάλοι, όχι πια, έφυγαν για έναν άλλο κόσμο. Τώρα είναι η σειρά της γενιάς μου να επισκεφθούμε τα πατρικά εδάφη μας.
- Τίποτα δεν φαίνεται εκεί, λέει απογοητευμένα ο Aνδρίϊ, που μόλις αναδύθηκε στην προβλήτα. – Η διαφάνεια του νερού είναι σαράντα εκατοστά, όχι παραπάνω. Στο κάτω μέρος υπάρχει ένα παχύ στρώμα από λάσπη, το οποίο από τις κινήσεις μας ανεβαίνει γρήγορα στο νερό, κάνοντας το ακόμα πιο λασπώδες.
Ακόμη και αν υπήρχε ένα ολόκληρο σπίτι στο βάθος δεν θα το είδαμε, η ετυμηγορία του ειδικού μας. Και δε μιλάμε για μικρά αντικείμενα.
Όλοι είναι απογοητευμένοι. Η λίμνη δεν αφήνει κανέναν στο χωριό.
- Μπού-ου-ουλ, π-ρ-ρ-ρ – εμφανίζεται το ένα κεφάλι του Σασκό, και έπειτα ολόκληρος.
- Δεν είδα τίποτα, μόνο ρίζες από νούφαρα, και αυτό εδώ: αρχίζει και ξεκολλάει από τη στολή καταδύσής του κάτι μαύρα αγκάθια τεσσάρων εκατοστών.
- Αυτό είναι υδρόβια καρυδιά, περιλαμβάνεται στο Κόκκινο βιβλίο της Ουκρανίας (λίστα των προστατευμένων από το κράτος μονάδων χλωρίδας και πανίδας). Ο βυθός είναι γεμάτος μ΄αυτά.
Αποδεικνύεται ότι την υδρόβια καρυδιά την έφεραν εδώ επίτηδες. Θεωρούσαν ότι θα "επικρατήσει" στις καλαμιές, θα καθαρίσει λίγο το νερό από την πυκνή βλάστηση που επιβραδύνει τη ροή του νερού και συμβάλλει στην ανθοφορία του.
Αλλά στην πράξη αποδείχθηκε ότι η υδρόβια καρυδιά ήταν καλά προσαρμοσμένο φυτό, δεν πείραζε τίποτε σε αυτό το οικοσύστημα και πολλαπλασιάστηκε σε τέτοιο βαθμό που οι άνθρωποι το καλοκαίρι στις τοπικές παραλίες τραυματίζουν τα πόδια τους.
Η αποστολή μας τελειώνει. Και παρόλο που δεν είδαμε το αναμενόμενο δεν στεναχωριόμαστε. Με τα αφηγήματα των συμπατριωτών μας, είναι σαν να είδαμε τα σπίτια τους με τους κήπους, και το σχολείο και το κλουμπ με τα δικά μας μάτια.
Μετάφραση: Κίρα Βερεσάγκινα
Επιμέλεια: Γεράσιμος Μανιάτης
Πηγή: Mandry