Αταλάντευτη στη φωτιά
Ο Βασίλη του Βασίλη Καπνίσης , δεν ήταν ο τελευταίος της γενιάς του, που άφησε ένα σημαντικό σημάδι στην ιστορία της Ουκρανίας. Αξιοσημείωτη προσωπικότητα ήταν η προ εγγονή του Βασιλείου, η ηθοποιός Μαρία Ροστισλάβ Καπνίση (1914 \ 1915-1993).
Η Μαριέττα Καπνίση γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη. Η μητέρα της, η Αναστασία Μπαϊντάκ ήταν τρισέγγονη του Ιβάν Σιρκό, ενός εξαιρετικού οπλαρχηγού της Σιτς των Κοζάκων, τον οποίον ο Ρέπιν απεικόνισε στο διάσημο πίνακά του «Οι Κοζάκοι».
Η γιαγιά της Μαριέττας ζούσε στο Σουντάκ (Κριμαία, Ουκρανία), στο εξοχικό της. Το 1921 η οικογένεια των Καπνίσηδων μετακόμισε εκεί. Την ίδια χρονιά, οι σοβιετικές αρχές καταδίκασαν τον πατέρα της Μαρίας , τον Ροστισλάβ, σε θάνατο. Η δεκατεσσάρων ετών αδελφή της, Λίζα πέθανε την ίδια ημέρα από καρδιακή προσβολή. Τα μεγαλύτερα αδέλφια, ο Γρηγόριος και ο Αντρέι τράπηκαν σε φυγή. Η μητέρα και η Μαριέττα φυγαδεύτηκαν από τους ντόπιους. Έχοντας την περιουσία της στο Σουντάκ ήταν επικίνδυνο. Φίλοι έφεραν εθνικά ρούχα των Τατάρων και τους βοήθησαν να εγκαταλείψουν την πόλη τη νύχτα.
Όταν ήταν 20 χρονών, η Μαριέττα αποφοίτησε από το Οικονομικό Κολέγιο του Κιέβου. Αργότερα μπήκε στο εργαστήριο του Γιούριεβ στο Θέατρο Πούσκιν (Αγία Πετρούπολη), αλλά δεν αποφοίτησε. Εμποδίστηκε από τα πολιτικά γεγονότα εκείνων των χρόνων. Η κοπέλα πάλι έπρεπε να φύγει λόγω των διώξεων της σοβιετικής εξουσίας.
Το 1941, η Μαριέττα Καπνίση εργάζεται ως λογιστής στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης Μπατούμι. Από καταγγελία συνελήφθη από τη NKVD (σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες). Στην δίωξη γράφεται: «υποψία σχέσεων με κατασκόπους». Το όνομα «Μαριέττα» διαγράφεται και γράφεται «Μαρία», καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε στρατόπεδο στο Καραγκανδά. Αλλά, σύμφωνα με αρχειακά έγγραφα, η ποινή εκτελούταν με αναστολή από το 1937.
Στο στρατόπεδο, η Μαριέττα ήταν «αναιδώς απείθαρχη. Η συμπεριφορά της δεν υπόκειται σε έλεγχο». Της έκοψαν τα όμορφα μαλλιά της, κατάστρεψαν τα δόντια της, την κρατούσαν σε ένα λουτρό με παγωμένο νερό. Αλλά τίποτα δεν έσπασε την αντισυμβατική προσωπικότητα και τον αριστοκρατικό της χαρακτήρα.
Αυτό που συνέβη ήταν ότι σ`αυτό το στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων, ως ελεύθερος εργαζόμενος ήταν ένας Πολωνός, απόγονος της πολωνικής αριστοκρατίας (σύμφωνα με μία εκδοχή, απόγονος του πρίγκιπα Βολκόνσκι). Αγάπησε πραγματικά την Μαρία, την έσωσε από την πυρκαγιά στην έρημο, όπου εργαζόταν φυλακισμένη. «Τι σας οφείλω;», ρώτησε η Μαρία. Απάντησε: «Τη γέννηση της κόρης μου». Και πήγε σε κίνηση, νομίζοντας ότι δεν θα συμβεί τίποτα.
Από τα απομνημονεύματα της κόρης: «Όταν οι αρχές του στρατοπέδου έμαθαν ότι η μαμά είναι έγκυος, την ανάγκασαν να προβεί σε άμβλωση. Αλλά η μητέρα μου αρνήθηκε. Και τότε διατάσσονταν όλα τα είδη των βασανιστηρίων, έβαζαν μέσα σε ένα λουτρό πάγου, την έλουζαν με κρύο νερό. Στη συνέχεια μου είπε: "Πώς ζούσες; Είναι αδύνατον!" Μετά τέθηκε «υπό τις μπότες» του επόπτη, ο οποίος βασάνιζε πολλούς".
Η Ραντισλάβα (Ράντα) γεννήθηκε τέσσερις μήνες πριν από την απελευθέρωση της μητέρας, στα ορυχεία του Ντζεζκαζγκάνγκ. Από τις αναμνήσεις της Μαρίας Καπνίση: «Εκεί γέννησα την κόρη μου. Ήταν έτοιμοι να με στείλουν σε άλλη εγκατάσταση, σε άλλο στρατόπεδο. Και τότε, έπεσα από το δεύτερο όροφο, έσπασα το πόδι μου, απλά για να μη χωριστώ από την κόρη μου. Εδώ ένα νέο πρόβλημα: η κατήγορος συμπάθησε το παιδί μου. Ξεκίνησε να με καλοπιάσει: δώσε μου το, θα γίνει άνθρωπος μαζί μου. Και τι να σου δώσω; Θέλεις, να σε πληρώσω καλά; Αρνιόμουν ακράδαντα, ενώ ο φόβος πάγωνε την καρδιά μου.
Στη συνέχεια, στη Ράντα πρόσφεραν καταφύγιο ένα ζευγάρι ελεύθερων εργαζομένων, που έρχονταν στο στρατόπεδο, αλλά ζούσαν κοντά στην προβλήτα. Από μας (από το στρατόπεδο) στην προβλήτα πήραν άνδρες για να φορτώνουν σάκους. Για να δω την κόρη μου, ντυνόμουν ως άντρας και φόρτωνα σάκους. Έβαζα τη Ράντα στον πάγκο στο παράθυρο για να την βλέπω. Κουβαλάω και κοιτάω την κόρη. Και η δύναμη εμφανιζόταν από το πουθενά».
Όταν το παιδί ήταν 2,5 χρονών, η Μαρία την πήγαινε στον παιδικό σταθμό του στρατοπέδου και η ίδια πήγαινε στα καταναγκαστικά έργα. Η Ράντα γύριζε από το σταθμό με μελανιές, σε όλες τις ερωτήσεις η δασκάλα απαντούσε «Ξέρετε, το κορίτσι σας είναι ζωηρό». Μια μέρα η Μαρία αποφάσισε να ελέγξει τι πραγματικά γίνεται. Άφησε την κόρη στο σταθμό και έφυγε, αλλά μετά από λίγο γύρισε και κοίταξε μέσα στο παράθυρο του παιδικού σταθμού. Είδε τη δασκάλα, που γύριζε το μάγουλο του παιδιού, λέγοντας: «εγώ θα τινάξω τον εχθρό του λαού από εσένα». Η Μαρία αμέσως εισέβαλε στο δωμάτιο και έδειρε τη δασκάλα. Δυστυχώς, η τελευταία ήταν η ερωμένη του αξιωματικού της KGB και η Μαρία επέστρεψε στο στρατόπεδο και καταδικάστηκε σε 10 χρόνια. Η Ράντα απομακρύνθηκε και στάλθηκε στο ορφανοτροφείο.
Στο κορίτσι άλλαξαν το επώνυμο και το έστειλαν στην περιοχή του Κρασνογιάρσκ. Μόνο μέσα από τις προσπάθειες της φίλης της Μαρίας Καπνίση, της Βαλεντίνας Ι. Μπαζαβλιούκ , η Ράντα βρέθηκε. Την μετέφεραν σε ορφανοτροφείο στο Χάρκοβο, έτσι ώστε η Βαλεντίνα να μπορεί να επισκέπτεται το παιδί κάθε μέρα και τα Σαββατοκύριακα να το παίρνει στο σπίτι της.Η Μαρία δεν έδωσε επίσημη έγκριση στην Βαλεντίνα για να υιοθετήσει την Ράντα. Αλλά δεν μπορούσε να πάρει το παιδί και η ίδια, γιατί «βραβεύτηκε» με πιστοποιητικό , ότι δεν μπορεί να μεγαλώνει ένα παιδί εξαιτίας προβλημάτων του νευρικού συστήματος. Μόνο όταν η Ράντα έγινε 15 χρονών, άρχισε να πηγαίνει στο Κίεβο για να επισκεφτεί τη μητέρα της. Αλλά το Χάρκοβο παρέμεινε ως μόνιμη κατοικία της.
Μόνο μετά το θάνατο του Στάλιν και χάρη στις προσπάθειες της Βαλεντίνας Ι. Μπαζαβλιούκ, η Μαρία επέστρεψε από το στρατόπεδο το 1956. Ήταν 42 ετών, αλλά φαινόταν εξαντλημένη. Η καλλιτέχνιδα Γκολιμπιέβσκα, η οποία προσέφερε στέγη στη Μαρία για δύο χρόνια, την βρήκε στην Κριμαία χλωμή, αφυδατωμένη, με μαύρες γραμμές γύρω από τα νύχια. Στο Κίεβο, η Μαρία έπρεπε να αρχίσει την ζωή από το μηδέν. Δεν είχε μέρος να ζήσει, κοιμόταν σε σταθμούς, σε πάρκα, σε τηλεφωνικούς θαλάμους. Για να πάρει τουλάχιστον κάποια χρήματα, εργαζόταν ως θεραπευτής του μασάζ και επιστάτης. Και κατά κάποιο τρόπο, η τύχη της χαμογέλασε και η Μαρία συνάντησε ένα νεαρό σκηνοθέτη, το Γιούρι Λισένκο, ο οποίος της πρόσφερε το ρόλο της Ηγουμένης στην ταινία «Τάβρια».
Στην συνέχεια την πρόσεξαν πολλοί σκηνοθέτες του κινηματογραφικού στούντιο του Ντοβζένκο (Κιέβο). Η εμφάνιση και το ταλέντο τής επέτρεψαν να δημιουργήσει εικόνες κομισσών, κυριών, μυστηριωδών γριών με μυστηριώδες παρελθόν. Η Μαρία Καπνίση έπαιξε σε περισσότερες από 120 ταινίες μεγάλου μήκους και δημιούργησε μια συλλογή από χαρακτήρες στον κινηματογράφο. Έλαβε τον τίτλο της Τιμηθείσας Καλλιτέχνη της Ουκρανίας.
Σχεδόν 20 χρόνια σκληρής εργασίας προκάλεσαν στη Μαρία βαθύ φόβο (κλειστοφοβία) για τους σκοτεινούς κλειστούς χώρους. Ποτέ δε χρησιμοποιούσε υπόγειες διαβάσεις. Δυστυχώς, το γεγονός αυτό αποδείχθηκε δολοφονικό. Το 1993, διασχίζοντας λεωφόρο τεσσάρων λωρίδων (μπροστά στο στούντιο του Ντοβζένκο), χτυπήθηκε από αυτοκίνητο. Η ηθοποιός πέθανε στο νοσοκομείο, λέγοντας: «Ο οδηγός δε φταίει». Μέχρι την τελευταία στιγμή, η κόρη της Μαρίας ήταν μαζί με την μητέρα της. Η Μαρία Καπνίση θάφτηκε, σύμφωνα με διαθήκη της, στην περιοχή Πολτάβα, στο χωριό Ομπούχιβκα, δίπλα στους προγόνους της.