Ο μακεδονικός γωρυτός και η …ομηρική ιστορία του
Μέρος των αρχαιολογικών θησαυρών που βρέθηκαν στον βασιλικό τάφο του Φιλίππου, στη Βεργίνα, είναι η πανοπλία ενός πολεμιστή.
Ήταν τοποθετημένη στο κατώφλι της πόρτας που οδηγούσε από τον προθάλαμο στο θάλαμο του τάφου. Εκτός από το πετραχήλιο, τον θώρακα και τις κνημίδες βρέθηκαν: ο γωρυτός με το τόξο και τα βέλη και δύο δόρατα με χρυσοποίκιλτες αιχμές.
Παρόμοιος γωρυτός δεν έχει βρεθεί στον ελλαδικό χώρο και η άποψη του ελληνικού υπουργείου πολιτισμού είναι χαρακτηριστική:
«Το πιο εντυπωσιακό και ασυνήθιστο στοιχείο αυτής της πανοπλίας είναι ο χρυσοποίκιλτος γωρυτός, αντικείμενο τυπικό του θρακοσκυθικού χώρου». Και μας εξηγεί τι είναι ο γωρυτός: «Φτιαγμένος από δέρμα, ενισχυμένος με ξύλο στο κάτω μέρος του και στολισμένος με ασημένιο επίχρυσο έλασμα που σκεπάζει ολόκληρη την εμπρός και την κάτω πλευρά του ο γωρυτός δεν είναι τίποτα άλλο από μια θήκη που την κρεμούσαν στον ώμο σαν σάκκα, στην οποία φύλαγαν τα βέλη και το τόξο».
O γωρυτός που βρέθηκe στον βασιλικό τάφο του Φιλίππου, στη Βεργίνα.
Σύμφωνα με την επίσημη δημοσίευση του ΥΠΠΟ αν και ο γωρυτός δεν ήταν πολεμικό εξάρτημα των Ελλήνων, εντούτοις…κατασκευάζονταν από Έλληνες σε πόλεις της Μαύρης Θάλασσας. Αναφέρεται συγκεκριμένα:
«Έργα Ελλήνων καλλιτεχνών, τα σπάνια αυτά αντικείμενα κατασκευάζονταν στα εργαστήρια των πόλεων της Μαύρης για να πουληθούν στους ηγεμόνες των Σκυθών και των Θρακών, αφού οι Έλληνες οπλίτες και βέβαια οι Έλληνες στρατηγοί όχι μόνον δεν πολεμούσαν με τόξα και βέλη, αλλά και θεωρούσαν αυτή την μορφή πολέμου υποδεέστερη τακτική, κατάλληλη μόνον για βαρβάρους.
Το 359 π.Χ. ο Φίλιππος πραγματοποίησε μια εκστρατεία στη Σκυθία κατά τη διάρκεια της οποίας παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Μήδα, θυγατέρα του βασιλιά των Γετών, που όπως φαίνεται είναι η νεκρή του προθαλάμου. Ενθύμιο αυτής της νικηφόρας εκστρατείας είναι πιθανότατα αυτός ο γωρυτός, πράγμα που δικαιολογεί και την τοποθέτηση των όπλων στο κατώφλι ανάμεσα στους δύο θαλάμους».
Σε αντίθεση με αυτά που αναφέρονται, σημειώνουμε πως οι τοξότες αποτελούσαν μέρος του στρατού. Μάλιστα οι Αθηναίοι το 479 π.Χ. πριν από τη μάχη των Πλαταιών αντιμετώπισαν το ιππικό των Περσών με τις φάλαγγες των τοξοτών. Αλλά και οι Πέρσες είχαν μεγάλα τμήματα τοξοτών:
“ἔκτητο δὲ πεντηκοντέρους τε ἑκατὸν καὶ χιλίους τοξότας»-Ηρόδοτος 3, 39γ
Επιπλέον, στις παραμονές του πελοποννησιακού πολέμου ο Περικλής ανέφερε ότι διέθετε 1.600 τοξότες πεζούς, εκτός από τους έφιππους, τους ιπποτοξότες.
Επομένως η χρήση του τόξου ως πολεμικό όπλο στην κλασική Ελλάδα ήταν ενεργή.
Όσο αφορά τον γωρυτό, μας τον αναφέρει πρώτος ο Όμηρος στην Οδύσσεια:
«ἔνθεν ὀρεξαμένη ἀπὸ πασσάλου αἲνυτο τόξον
αὐτῷ γωρυτῷ, ὃς οἱ περίκειτο φαεινός.»
Μετάφραση:
«Κι απλώνοντας το χέρι της ξεκρέμασε το τόξο
με το θηκάρι, που λαμπρό παντούθε φεγγοβόλα»
Είναι εξάλλου χαρακτηριστική η αναφορά για τον γωρυτό από τον Ευστάθιο τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (12ος αιών). Σημειώνει ο λόγιος πως η λέξη προήλθε από το ‘χωρωτός’, θήκη που χωράει τα τόξα με τα βέλη:
«διό και γωρυτός, θύλακος, τοξοθήκη, ως οίον, φασί, χωρωτός, τουτέστι χωρών τόξον ρυτόν.»
Ήταν λοιπόν ο γωρυτός αποκλειστικό πολεμικό εργαλείο των Σκυθών;
Πριν πάμε βορειότερα, στην Ουκρανία, όπου εκεί βρέθηκαν αρχαίοι γωρυτοί, ας δούμε μια ξεχωριστή αναφορά για τους τοξότες στην αρχαία Αθήνα.
Οι Αθηναίοι τους θεωρούσαν ως κατώτερη κοινωνική ομάδα και είχαν την έννοια των δημόσιων υπηρετών, ήταν φύλακες της πόλης και αριθμούσαν περί τους χίλιους. Κατοικούσαν σε σκηνές στο μέρος της αγοράς αλλά αργότερα μεταφέρθηκαν στον χώρο του Άρειου Πάγου. Ονομάζονταν Σκύθες και Σπευσίνιοι από τον Σπευσίνα που τους οργάνωσε. (Σουίδα).
Αντιλαμβανόμαστε έτσι πως στην κλασική Ελλάδα οι Σκύθες ήταν ειδικευμένοι στην τοξοβολία και έκαναν χρέη … ‘security’ στην Αθήνα.
Στην Ουκρανία, λοιπόν, βρέθηκαν μέσα σε γήινα ταφικά μνημεία (τούμπες ή kurgans όπως τα λένε) χρυσοί γωρυτοί που αποτελούσαν αγαπημένο πολεμικό αντικείμενο του νεκρού.
Ο γωρυτός από το kurgan στο Chortomlik (περιοχή του Nikopol, Ουκρανία), IV π.Χ., αποθηκεύεται στο Ερμιτάζ (Αγία Πετρούπολη)
Οι παραστάσεις που υπήρχαν στους γωρυτούς αυτούς παρέπεμπαν στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας. Οι αρχαιολόγοι θεώρησαν πως έχουν κατασκευαστεί από ελληνικά εργαστήρια κατόπιν παραγγελίας των Σκυθών. Τέτοια εργαστήρια αναφέρονται στην πόλη Παντικάπαιον του Βοσπόρου ή στην άλλη αρχαία ελληνική πόλη Χερσόνησο της Κριμαίας (Ουκρανία).
H Γιούλη Βελισσαροπούλου σε σχετικό άρθρο της στην ‘Αρχαιολογία’ θα σημειώσει χαρακτηριστικά: «Μέχρι να έρθει στο φως ο γωρυτός της Βεργίνας, το εξάρτημα αυτό θεωρείτο τυπικά σκυθικό. Τέσσερις παρόμοιοι γωρυτοί έχουν βρεθεί κατά καιρούς στη Ουκρανία. Τόσο η τεχνοτροπία όσο και η διάταξη και το είδος των θεμάτων που εικονίζονται στα αντικείμενα αυτά μας κάνουν να πιστεύουμε πως προέρχονται από κοινή πηγή. Ότι, δηλαδή, ένας τεχνίτης ή ένας εργαστήρι είχαν ειδικευθεί στην κατασκευή των ελασμάτων αυτών. Η τεχνοτροπία και τα θέματα είναι καθαρά ελληνικά, πράγμα που καθιστά πιθανόν να έχουν κατασκευαστεί από Έλληνα καλλιτέχνη για μια σκυθική πελατεία. Η απάντηση ωστόσο για την προέλευση και για τη σχέση ανάμεσα στους γωρυτούς της Ουκρανίας και σε αυτόν που βρέθηκε στη Βεργίνα δεν είναι δυνατό να δοθεί παρά μόνον όταν γίνουν οι απαραίτητες για την ταυτότητα των μετάλλων φυσικές και χημικές αναλύσεις».
Θα προσθέσουμε σε όλα αυτά και το «χρυσό κάλυμμα φαρέτρας», που εντοπίστηκε στην πόλη Τρέντο της βόρειας Ιταλίας.
Πρόκειται για έναν γωρυτό ελληνικής τεχνοτροπίας όπως αναφέρεται, που πιθανόν μεταφέρθηκε στο Castello del Buonconsiglio του Τρέντο τα βυζαντινά χρόνια. Σήμερα κοσμεί το μουσείο του αναφερόμενου μεσαιωνικού κάστρου.
Πηγή: 1