| sadowod.com | vivaspb.com |

Αρκάς: η Ελληνική δυναστεία των Ουκρανών πατριωτών

Γράφτηκε από τον/την Admin2 . ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ

Η ουκρανική ιστορία δεν γράφτηκε αποκλειστικά από γηγενείς Ουκρανούς, αλλά και από εκείνους που ήταν πραγματικά διαποτισμένοι με το πνεύμα αυτής της γης, οι οποίοι συμμετείχαν σε πολιτιστικές και συχνά κρατικές εργασίες.

Πολλοί από αυτούς τους άξιους στο κάλεσμα του πνεύματος και όχι του αίματος, ήταν και οι «επαγγελματίες πατριώτες», κατά περιπτώσεις ακόμα πιο πιστοί και από τους μυστακοφόρους Ουκρανούς, οι οποίοι ορκίστηκαν στην αγάπη για την «μητέρα Ουκρανία» και την ίδια στιγμή, σύμφωνα με ποιητή Vladimir Samiylenko, «όλη τους τη ζωή ξάπλωναν στο πιτς (είναι μια πέτρινη ή πήλινη δομή, η οποία, κατά Ουκρανική παράδοση, κατέχει το κεντρικό μέρος του σπιτιού, το πιο λειτουργικό, το πιο ιερό).  Σε αυτούς τους άξιους ανήκει και η οικογένεια του Αρκά.

Στο τέλος του δέκατου έβδομου αιώνα, ο Έλληνας Ανδρέας Αρκάς μετακόμισε από την Ελλάδα στο νεοσύστατο Μικολάιβ με την οικογένειά του, η οποία τότε είχε εκδιωχθεί από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δίδαξε εκεί, στη σχολή πλοήγησης, ιστορία και αρχαίες γλώσσες. Οι γιοι του Zachary και Ivan υπηρετούσαν στο στόλο της Μαύρης Θάλασσας. Όμως, δεν ενδιαφέρονταν μόνο για το ρομαντισμό της θάλασσας. Ο Zachary (1793 - 1866), ο οποίος γεννήθηκε στην Ελλάδα, ίδρυσε στη Σεβαστούπολη τη Θαλασσινή Βιβλιοθήκη και έγραψε κάποια βιβλία, όπως «Η περιγραφή της Χερσονήσου Ηράκλεια» (αφιερωμένο στις αρχαιότητες της Χερσονήσου και του Inkerman και στην ιστορία τους), η «Συγκριτική Ιστορία των Ελληνικών οικισμών στον Εύξεινο Πόντο» και η «Ιστορία του στόλου της Μαύρης Θάλασσας από 1788 έως το 1866».

Από μόνα τους αυτά τα τρία βιβλία, τα οποία δεν έχουν ανατυπωθεί στην εποχή μας, επιβεβαιώνουν τη φύση των ενδιαφερόντων αυτού του ανθρώπου. Ήταν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του λάτρης της αρχαιολογίας της γης, αυτής που σχετίζεται με την εγκατάσταση των Ελλήνων στο έδαφος της σημερινής Ουκρανίας. Ενώ ο νεότερος γιος του Ανδρέα, ο Νικόλαος (1816 - 1881) έγινε ο ναύαρχος και στρατιωτικός διοικητής του Μικολάιβ. Και μάλιστα υποστήριξε την έκδοση των βιβλίων του αδελφού του, πιστεύοντας ότι οι αναγνώστες απαιτούσαν να μάθουν την πραγματική ιστορία της Μαύρης Θάλασσας.

Ο γιος του Νικόλαου Αρκά, επίσης Νικόλαος (1853 - 1909), υπηρετούσε στο θαλάσσιο τμήμα του Μικολάιβ και αργότερα έγινε επίτιμος δικαστής της περιφέρειας του Χερσόν. Ο πρώτος Νικόλαος του Νικόλαου Αρκά (στη συνέχεια αυτό το όνομα έγινε γενεαλογικό), μετά την αποχώρησή του από τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του το 1881, εστίασε την ενέργειά του σε πολιτιστική δράση. Το 1891 έγραψε την όπερα «Αικατερίνη», πάνω στην υπόθεση του ποιήματος του Ταράς Σεβτσένκο, συνέλεγε, υπέβαλλε σε επεξεργασία και κυκλοφορούσε λαϊκά τραγούδια, έγραφε τραγούδια και ποιήματα, ήταν ο συγγραφέας του ποιήματος «Philip Orlik» και του βιβλίου η «Ιστορία της Ουκρανίας-Ρους».

Διατηρούσε με δικά του έξοδα αρχοντικά σπίτια και ουκρανικά σχολεία, χρηματοδοτούσε το περιοδικό «Αρχαιότητα του Κιέβου», ήταν συνιδρυτής και πρόεδρος της κοινωνίας «Εκπαίδευση» στο Μικολάιβ. Ήταν ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στον πολιτισμό, με πολλά ενδιαφέροντα, ο οποίος είχε ενασχόληση και με την πολιτική.

Έτσι, μέσα από αυτή τη γενιά της οικογένειας των Ελλήνων, των νικηφόρων υπαλλήλων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, των μελών μιας σειράς από στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Μαύρη Θάλασσα και την ίδια στιγμή, παθιασμένων λατρών της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της λογοτεχνίας, δημιουργήθηκε μια δυναστεία Ουκρανών πατριωτών! Και δεν ίσχυε στα λόγια, όπως πολύ συχνά συνέβαινε και εξακολουθεί να συμβαίνει με άλλες περιπτώσεις. Δεν ήταν αυτοί που απαιτούσαν πληρωμή για τον πατριωτισμό τους, αντιθέτως ήταν εκείνοι που αποδείκνυαν την αλήθεια των απόψεων τους με τις ενέργειες και τα επιχειρήματά τους, ακόμα και χρηματοδοτώντας επιχειρήσεις από την τσέπη τους.

Ωστόσο, ας γυρίσουμε πίσω στα δημιουργικά επιτεύγματα του πρεσβύτερου εκ των τριών Νικόλαου Αρκά. Το βιβλίο του «Ιστορία της Ουκρανίας-Ρους» προκάλεσε τεράστια κατακραυγή μετά την έκδοσή του, προκαλώντας μια θυελλώδη συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν ενεργά οι Hrushevskyi, Lipinski, Grinchenko Chykalenko, Lototsky, Khotkevych, δηλαδή η ομάδα με τα καλύτερα μυαλά της Ουκρανίας εκείνης της εποχής. Άνθρωποι οι οποίοι λογομαχούσαν για το αν το βιβλίο ήταν καλό η καλό. Και όσο συνεχιζόταν αυτή η συζήτηση, η δημοτικότητα και ο αριθμός των αντιτύπων  του βιβλίου «Ιστορία της Ουκρανίας-Ρους», ανταγωνιζόταν το σπουδαίο «Κομπζάρ» του Σεβτσένκο...

Η φιλία του Νικολάου Αρκά με τον Mark Kropivnitskiy, τον Pavlo Nischinskiy και τον Mykola Lysenko, τον βοήθησε να γίνει ο συγγραφέας της πρώτης όπερας πάνω στην υπόθεση του ποιήματος του Σεβτσένκο «Αικατερίνη». Ήταν πολύ τολμηρό, δίχως να κατέχει την απαιτούμενη ειδική μουσική μόρφωση, να αναλάβει ένα τόσο δύσκολο είδος, όπως η όπερα. Η μουσικολόγος Lesia Oleinik λέει: «Η διαδρομή του Αρκά προς την μουσική ήταν χαρακτηριστική για τους δημιουργικά προικισμένους Ουκρανούς της εποχής, οι οποίοι δεν είχαν φτάσει τα επαγγελματικά ύψη λόγω των βιογραφικών συνθηκών και έπρεπε να είναι ερασιτέχνες».

Επίσης, στον ελεύθερο χρόνο της στρατιωτικής θητείας του, ο Αρκάς παραδινόταν στην αγαπημένη απασχόλησή του, τη συλλογή και καταγραφή της λαϊκής μουσικής. Είχε επεξεργαστεί περίπου 80 λαϊκά τραγούδια, κλείνοντας τα σε δύο συλλογές. Ασφαλώς, δίχως την κατάλληλη εκπαίδευση, ο Αρκάς δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το δύσκολο έργο ενορχήστρωσης της όπερας. Σε αυτό τον βοήθησε ο δάσκαλος των μαθημάτων μουσικής του υποκαταστήματος της Ρωσικής Μουσικής Κοινωνίας στην Οδησσό, Petro Molchanov. Στη σοβιετική εποχή, τη μουσική εκδοχή της «Αικατερίνης» ανέλαβε ο Glib Taranov.

Το δράμα του Σεβτσένκο, ο Αρκάς το είχε μετακινήσει μέσα στο επίπεδο των οικογενειακών και οικιακών σχέσεων, ενώ ο Ρώσος αξιωματικός, ο οποίος είχε ατιμάσει την Αικατερίνη, είχε υποβιβαστεί στο βαθμό του απλού στρατιώτη. Ίσως αυτή η απλούστευση να έγινε συνειδητά για να αποφευχθούν τα εμπόδια της λογοκρισίας, τα οποία στην αυταρχική Ρωσία ήταν συνήθη σε κάθε έργο του ουκρανικού πολιτισμού. Ούτως ή άλλως όμως, η σκηνοθεσία της όπερας στο Μικολάιβ δεν επιτρεπόταν και έπρεπε να γίνει στη Μόσχα, όπου η λογοκρισία ήταν πολύ πιο φιλελεύθερη.

Με λυρικές μελωδίες, ως βάση των οποίων αντιλαλούν οι τόνοι ουκρανικών τραγουδιών, λόγω της πραγματικής ειλικρίνειας του συγγραφέα, η όπερα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Η πρώτη παρουσίαση της «Αικατερίνης» πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα το 1899 σε εκτέλεση του θεατρικού θιάσου του Mark Kropivnitskiy. Την ίδια χρονιά, ο θίασος του Kropivnitskiy ανέβασε την «Αικατερίνη» στο Μινσκ, στο Βίλνιους και στο Κίεβο. Την παρτίδα της ηρωίδας τραγουδούσαν οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της ουκρανικής όπερας. Η ουβερτούρα της όπερας παιζόταν συχνά σε συμφωνικές συναυλίες. Πιο εντυπωσιακός ακόμα, θεωρείτο ο ενόργανος «Kozachok», τον οποίο συχνά εκτελούσαν και πάλι μετά από αίτημα του κοινού.

Για το έργο μίλησε ευνοϊκά ο ηγέτης της ουκρανικής μουσικής Mykola Lysenko. Και πολύ αργότερα, ο Ivan Kozlovsky σε ένα γράμμα του με παραλήπτες τους ερασιτέχνες της σκηνής του Μικολάιβ έγραψε: «Πρέπει να βγάλουμε το καπέλο και να σκύψουμε μπροστά στον συγγραφέα της όπερας. Η άποψη εκφράστηκε πολύ ποιητικά και πολύ προσιτά. Αυτό είναι το μεγαλείο και του Σεβτσένκο, και του Αρκά». Για αυτό θα ήθελα να προσθέσω ότι μια από τις αγαπημένες άριες για τον Kozlovsky, ήταν πάντα η άρια του Andriy από την «Αικατερίνη», γι αυτό και περιλαμβάνεται στο «χρυσό δίσκο» του τραγουδιστή, μεταξύ των κορυφαίων 20 όπερών του.

Φυσικά, με όλες τις αρετές της, η «Αικατερίνη» του ερασιτέχνη Αρκά ήταν απίθανο να ανέλθει στο ίδιο επίπεδο με αντίστοιχες δουλειές του Βέρντι ή του Βάγκνερ, ή με τα καλύτερα έργα των Lysenko, Dankevich, Hubarenko και άλλων κλασικών της ουκρανικής όπερας. Παρ 'όλα αυτά, ήταν για την εποχή του ένα αρκετά αξιοπρεπές κομμάτι της μουσικής, σε τίποτα υποδεέστερο από άλλα έργα του ίδιου είδους, όπως η «Γκάλκα» του Moniuszko και η «Πρόντανα ναρετσένα (Ανταλλαγμένη Νύφη)» του Smetana, για τα οποία εξακολουθούν να είναι υπερήφανοι οι Πολωνοί και οι Τσέχοι. Δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχή του ΧΧΙ αιώνα, μια σειρά θεάτρων της όπερας της Ουκρανίας είχαν προβάλει την «Αικατερίνη».

Ο γιος του Νικολάου Αρκά, επίσης Νικόλαος (1889 - 1938), απόφοιτος της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, υπηρετούσε ως αξιωματικός στο στρατό της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και μετά τη συνταξιοδότησή του έγινε ηθοποιός θεατρικών θιάσων που περιόδευαν. Στη συνέχεια, ίδρυσε δικό του θίασο. Προκύπτει ότι υπήρξε ένας εξαιρετικός ηθοποιός, επειδή εύκολα τον επέλεγέ σε θιάσους του ο ίδιος ο Saksagansky. Κατά τη διάρκεια της ουκρανικής επανάστασης ο Νικόλαος Αρκάς επέστρεψε στο στρατό  και με το βαθμό του συνταγματάρχη, διοικούσε το 2ο ιππικό σύνταγμα του Pereyaslavskoe στη 2η μεραρχίας του Volyn. Επόμενο στάδιο ήταν η μετανάστευση. Από τις αρχές του 1920 ο Αρκάς έζησε σε Stanislav, Colomiya, Uzhgorod, Πράγα και Hust.

Εργάστηκε ως ηθοποιός και σκηνοθέτης στο θέατρο του Kohutyuk στο Stanislav, στο θίασο του Kosak στην Colomiya και στο ουκρανικό θέατρο της Κοινωνίας «Προσβίτα» στο Uzhgorod. Από το 1929 ήταν ο διευθυντής της τελευταίας, δίδαξε τραγούδι σε μια εκπαιδευτική σχολή της πόλης Uzhgorod, έγραψε τραγούδια και μουσική για τους φοιτητές. Στο Hust, σήκωσε κυριολεκτικά στο πόδι το θέατρο «Νοβά Στσένα (Νέα Σκηνή)», όταν ανέβηκε ο «Κοζάκος πέρα ​​από το Δούναβη» κτλ. Για τις υπηρεσίες του, αμέσως μετά την κήρυξη της αυτονομίας της Ουκρανίας των Καρπαθίων, το φθινόπωρο του 1938,το εν λόγω θέατρο έλαβε τον τίτλο του ουκρανικού κρατικού εθνικού θεάτρου.

Αργότερα, ακόμα ένας Νικόλαος Αρκάς (1898 - 1981) εισερχόταν στην ουκρανική ιστορία. Ήταν ο εγγονός του συγγραφέα της όπερας «Κατερίνα», ο οποίος υιοθετήθηκε από τον παππού του σε ηλικία τριών ετών. Ήταν ο γιος της αδελφής του Νικολάου Αρκά, ο οποίος έγραψε την «Ιστορία της Ουκρανίας-Ρους» και του δασκάλου Samoilenko. Από το 1918 υπηρετούσε στο πεζικό, υπερασπίστηκε τη Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας, όμως λόγω μωλωπισμού αποχώρησε από την υπηρεσία και πήγε στην Τσεχοσλοβακία.

Ο Νικόλαος Αρκάς ο νεότερος, είχε μια ενδελεχή εκπαίδευση στο σπίτι, ενώ στην ξενιτιά, σπούδασε στο ουκρανικό Ελεύθερο Πανεπιστήμιο στην Πράγα και σε ηλικία των 28 απέκτησε εκεί διδακτορικό στη φιλοσοφία. Έκανε την πρώτη στη σύγχρονη ουκρανική λογοτεχνία, πλήρη μετάφραση της «Ιλιάδας» με συμπλήρωμα (της μετάφρασης) το ονομαστικό και γεωγραφικό λεξικό. Είχε επίσης μεταφράσει το «Σλόβο ο πολκού  Ίγκορεβιμ». Ο μικρότερος Νικόλαος Αρκάς δημιούργησε το Ουκρανο-Τσεχικό λεξικό, έγραψε ποιήματα και πεζογραφία, έφτιαξε το «Οικογενειακό χρονικό» έγραψε την «Ιστορία της Βόρειας περιοχής της Μαύρης Θάλασσας  από τις αρχαίες ημέρες έως εποχή των Κοζάκων».

Αυτός ο Νικόλαος Αρκάς, του οποίου η μετάφραση της «Ιλιάδας», σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες, έχει γίνει ένα σημαντικό ενδιάμεσο μεταξύ του έργου του Nischinskiy-Bayda και της κανονικής μετάφρασης του Boris Ten, ήταν επίσης ενεργός μέλος της Οργάνωσης Ουκρανών Εθνικιστών. Έτσι, η οικογένεια των Αρκάδων, από τις γενιές που έδειξαν ουκρανικό πατριωτισμό, δρώντας σε εθνογραφικά, λογοτεχνικά, εν μέρει και αυτόνομα πλαίσια, είχε αποκτήσει σε αρκετά σαφή ουκρανική υπόσταση.

Την εποχή του B’ Παγκοσμίου Πολέμου, όλα τα γνωστά εν ζωή μέλη της οικογένειας Αρκά μεταφέρθηκαν στη Δύση. Το 1949 ο Νικόλαος Αρκάς ο νεότερος μετακόμισε στη Γαλλία από τους καταυλισμούς των εκτοπισμένων, και μετά από εννέα χρόνια, βρέθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκεί έζησε στο χωριό του Sea Cliff και εργαζόταν ως στιλβωτής (τρίφτης δαπέδου) σε νοσοκομείο. Ο τελευταίος Αρκάς πέθανε σε ηλικία 81 ετών στη Νέα Υόρκη. Τα ίχνη των άλλων χάνονται στο Νέο Κόσμο. Είναι άγνωστο ακόμη αν έχει διακοπεί ή όχι η δυναστεία των Αρκάδων. Αυτό το επίθετο εμφανίζεται πλέον σε διαδικτυακές ιστοσελίδες, οι οποίες όμως δε συνδέονται με την Ουκρανική, αλλά με τη σύγχρονη αμερικανική μουσική κουλτούρα...

Είτε έχει διακοπεί η δημιουργική δυναστεία των Αρκά, είτε όχι, αξίζει να τους θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη. Αφενός η οικογένεια επιβεβαίωσε τη μεγάλη δύναμη του ουκρανισμού. Ακριβώς επειδή, Αρκάδες είχαν γίνει Ουκρανοί μια μέρα, αυτός αντιμετωπιζόταν ως ταμπού. Αφετέρου, οι Αρκάδες υποστήριξαν τον ουκρανισμό της Βόρειας περιοχής της Μαύρης Θάλασσας. Τέλος, αυτή η οικογένεια είναι πιο τρανή απόδειξη στις μελέτες για το πώς οι άνθρωποι μυούνται στον ουκρανισμό όλο και πιο συνειδητά και πως οι απόψεις τους μεταμορφώνονται μέσα από αυτή τη διαδρομή. Και πέρα από όλα αυτά, η οικογένεια αυτή μας άφησε ως κληρονομιά τα λογοτεχνικά, επιστημονικά και μουσικά έργα της, τα οποία εξακολουθούν να διατηρούν την ξεχωριστή και μεγάλη αξία τους.

Μετάφραση: Ιωάννα Τελιανίδη

Πηγή: day.kyiv.ua