Γιατί οι Έλληνες εκδιώχθηκαν από την Κριμαία; Πώς οι Έλληνες της Κριμαίας έγιναν οι Έλληνες του Ντονέτσκ…
Μέχρι τώρα, οι ιστορικοί δεν έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα, γιατί το 1778, όταν η κατάσταση στην Κριμαία ελεγχόταν από τα ρωσικά στρατεύματα, όταν οι πολιτικοί που είχαν ρεαλιστικές σκέψεις μπορούσαν να καταλάβουν ότι η προσάρτηση του Χανάτου της Κριμαίας από τη Ρωσική Αυτοκρατορία είχε ήδη προκαθοριστεί (συνέβη σε 5 χρόνια) – για ποιο λόγο εκδιώχτηκε από τη χερσόνησο όλος ο χριστιανικός πληθυσμός, ο οποίος συνάντησε φιλικά τα ρωσικά στρατεύματα της ίδιας πίστης και θα μπορούσε να αποτελέσει πυλώνα της μελλοντικής ρωσικής διοίκησης;
Οι ιστορικοί έχουν προτείνει πολλές εκδοχές – από την οικειοθελή αποχώρηση μέχρι την απέλαση, δηλαδή την αναγκαστική έξωση. Οι υποστηρικτές της εκδοχής της οικειοθελούς αποχώρησης αναφέρονται στο γεγονός ότι η τσαρική κυβέρνηση αποφάσισε να παράσχει 30 εκτάρια γης εντός της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ανά κάθε άρρεν άτομο (δηλαδή ανά κάθε αρσενικό μέλος της οικογένειας). Οι Έλληνες είχαν απαλλαγεί από δημόσιους φόρους για δέκα έτη και από την υποχρεωτική στρατολόγηση για εκατό έτη. Αυτό ήταν ένα καρότο. Υπήρξε όμως και ένα μαστίγιο.
Απλώς φανταστείτε – διαμένετε εκεί, όπου ζούσαν οι πατέρες, οι παππούδες και οι προπαππούδες σας. Έχετε το δικό σας σπίτι, τη γη σας, τους αμπελώνες σας. Έχετε και ένα εργοστάσιο, ή κατάστημα, έχετε φίλους, κάποιες δημόσιες σχέσεις, είστε καλόπιστος φορολογούμενος. Και ξαφνικά εμφανίζονται τα ρωσικά στρατεύματα με επικεφαλή τον διάσημο στρατιωτικό ηγέτη, και σας προσφέρουν να μετακινηθείτε οικειοθελώς από την προγονική πατρίδα σας στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, όπου οι πρόγονοί σας ζούσαν πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια, κάπου στο Βορρά, στη γη των Κοζάκων της Ζαπορίζια. Με κάποιες ανταμοιβές. Δεν μπορείτε να αρνηθείτε. Και τι είναι αυτό: η οικειοθελής αποχώρηση ή αναγκαστική έξωση;
Ποιο ήταν το όφελος αυτής της μετακίνησης, και ποιος πρωτοέθεσε αυτή την ερώτηση;
Ποιοι ήταν οι στόχοι αυτής της επιχείρησης;
ΛΟΓΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗΣ
Τον κύριο στρατηγικό στόχο της Ρωσίας εκείνες τις ημέρες – στο δρόμο της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης – αποτελούσε η κατάκτηση της Κριμαίας. Με αυτόν τον τρόπο, η Ρωσία εξασφάλιζε την επιρροή επί της Μαύρης Θάλασσας. Όπως έγραψε ο Β. Κλιουτσέφσκι, «με τη συνθήκη του Νύσταντ, όταν η Ρωσία απέκτησε μια σταθερή θέση στη Βαλτική Θάλασσα, υπήρξαν δυο εκκρεμή ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής: ένα εδαφικό και ένα εθνικό. Το πρώτο ήταν η προώθηση των νότιων συνόρων του κράτους στα φυσικά όρια, στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας με την Κριμαία και την Αζοφική Θάλασσα… («Ρωσική ιστορία. Πλήρης κύκλος διαλέξεων σε τρία βιβλία»).
Κατά τη διάρκεια του πρώτου Ρώσο-τουρκικού πολέμου του 1768-1774, η Ρωσία το 1772 πέτυχε την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κριμαίας. Το επόμενο βήμα θα έπρεπε να είναι, βέβαια, η προσάρτηση της Κριμαίας. Για να επιταχυνθεί η διαδικασία αυτή, έτσι ώστε να έμοιαζε στα μάτια της Ευρώπης σαν μια επιθυμία των Τατάρων – τον χαν Σαχίν-Γκιράι, ένα διεκδικητή του θρόνου, τον έστειλαν στην Κριμαία, δηλαδή τον άνθρωπο, σύμφωνα με την Αικατερίνη Β', που «τιμά ιδιαίτερα την ελευθερία που τον χάρισε η Πατρίδα». Στις 10 Μαρτίου του 1777, ο Αλεξάντρ Σουβόροφ, όπως μαρτυρούν οι ιστορικές πηγές, μόνο με ελιγμούς των στρατευμάτων του κατέστρεψε τον αποδιοργανωμένο στρατό του χαν της Κριμαίας, Ντεβλέτ-Γκιράι και αυτό το γεγονός επέτρεψε στον Σαχίν-Γκιράι να μπει στην Κριμαία, όπου την 29η Μαρτίου ανακηρύχθηκε βασιλιάς.
Όμως, παρά το γεγονός ότι τον χαν της Κριμαίας, Σαχίν Γκιράι τον κάθισαν στο θρόνο με τις ξιφολόγχες του Σουβόροφ, προσπάθησε να μετατρέψει το Χανάτο της Κριμαίας σε ένα ισχυρό ανεξάρτητο κράτος. Όμως δεν το σχεδίασαν η Αικατερίνη και ο Ποτιόμκιν. Ο αρχιστράτηγος Ρουμιάντσεφ πρόσφερε την οικονομική αποδυνάμωση του Χανάτου της Κριμαίας μέσω της απόσυρσης μιας σημαντικής ομάδας φορολογουμένων από την Κριμαία. Αυτή την ομάδα στην Κριμαία την αποτελούσαν οι Έλληνες, καθώς και οι Αρμένιοι και οι Γεωργιανοί, οι οποίοι είχαν στα χέρια τους όλο το εμπόριο του Χανάτου. Όλοι αυτοί υπήρξαν ορθόδοξοι, και αυτό οδήγησε αναπόφευκτα σε επιλογή της δήθεν διάσωσης των ορθόδοξων από τη μουσουλμανική καταπίεση.
Πόσο μεγάλη σημασία είχε τότε αυτό το σχέδιο, αυτό μπορείτε να το καταλάβετε από την επιστολή του Ρουμιάντσεφ, ο οποίος έγραψε στην Αικατερίνη, ότι η έξωση των ορθόδοξων από την Κριμαία «μπορεί να θεωρηθεί ως η κατάκτηση μιας περίφημης επαρχίας». Ο Ρουμιάντσεφ σκεφτόταν πως λόγω της πολιτικής και οικονομικής πραγματικότητας της εποχής αυτής, η μετακίνηση των ορθόδοξων θα ήταν πολύ επωφελής για τη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Με την πράξη αυτή, η Κριμαία τίθεται σε οικονομική εξάρτηση από τη Ρωσία και έτσι, το όνειρο της κατάκτησης της Κριμαίας θα γινόταν πιο εφικτό για τους ηγεμόνες της Ρωσίας.
Επιπλέον, με την έξωση αυτή επιδιώκονταν να πραγματοποιηθούν δύο στόχοι. Παράλληλα με την οικονομική αποδυνάμωση του Χανάτου, κατοίκιζαν τα εδάφη του Σιτς της Ζαπορίζια – αντί για τους κοζάκους που τους εξόρισαν στο Κουμπάν και που ήρθαν στον Δούναβη. Και ο δεύτερος στόχος (μπορεί να είναι και πιο σπουδαίος) ήταν το να δείξουν σ’όλη την πεφωτισμένη Ευρώπη την σκληρότητα του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κριμαίας προς τους ορθόδοξους λαούς της Κριμαίας – και να δείξουν την έξωση ως ευγενή πράξη διάσωσης των χριστιανών από το «μωαμεθανό ζυγό» και «την προστασία από το «εκδικητικό γιαταγάνι».
Ο Mohr έκανε το καθήκον του …
Την κατάλληλη στιγμή ήρθαν οι επιστολές του Μητροπολίτη Ιγνάτιου προς την Αικατερίνη με το αίτημα να γίνουν αποδεκτοί οι ορθόδοξοι της Κριμαίας υπό την ασπίδα της Ρωσίας. Ο Ιγνάτιος Γοζαδίνος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κύθνο, διορίστηκε Μητροπολίτης της επαρχίας της Γοτθίας και Καφά στην Κριμαία το 1771. Και όπως ανέφεραν πολλοί ιστορικοί, αυτό το γεγονός επίσης υπήρξε μία από τις νίκες της ρωσικής διπλωματίας. Επειδή ο Ιγνάτιος σχεδόν αμέσως μετά την άφιξή του στην Κριμαία άρχισε να γράφει μια σειρά επιστολών για την αποδοχή των ορθοδόξων της Κριμαίας υπό το κάλυμμα της «Μεγάλης αυτοκράτειρας».
Πρέπει να σημειωθεί, ότι οι επιστολές αυτές δεν είχαν ούτε μια λέξη για τη μετακίνηση. Όμως… ο Mohr έκανε το καθήκον του. Στις 23 Μαρτίου του 1778 ο αρχιστράτηγος Πιότρ Ρουμιάντσεφ διόρισε τον Σουβόροφ αρχηγό των στρατευμάτων της Κριμαίας και του Κουμπάν. Ο Σουβόροφ συναντήθηκε με τους ηγέτες της γεωργιανής, αρμένικης και ελληνικής εκκλησίας και τους προσέφερε μαζί με όλους τους ορθόδοξους να μετακομίσουν στη Ρωσία. Την 23η Απριλίου, την ημέρα του Πάσχα, ο Μητροπολίτης απεύθυνε την έκκληση αυτή προς ποίμνιό του.
Ο Σουβόροφ μαζί με τον Ιγνάτιο δρούσαν πολύ ενεργητικά – επειδή είχαν ευθύνη απέναντι στην ίδια την αυτοκράτειρα – για να πείσουν τους ορθόδοξους ιερείς να μετακινηθούν.
Και την 22η Ιουλίου του 1778 ο Σουβόροφ γράφει επιστολή προς τον Σαχίν-Γκιράι, με την οποία αναφέρει, ότι «η Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα η Αυτοκράτειρα πάσης Ρωσίας, έχοντας ακούσει τις αιτήσεις των χριστιανών…, γενναιόδωρα αποδέχεται να τους δεχθεί στα σύνορά της, εκφράζοντας την ελπίδα, ότι Εσείς, η Αυτού Εξοχότητα ο Χαν, δεν θα εμποδίσετε όχι μόνο την υψηλότατη βούληση της Προστάτισσάς σας, αλλά αντίθετα θα βοηθήσετε, και έπειτα ό,τι σας αφορά, θα προστατευθεί και θα επιβραβευτεί. Και έχοντας ακούσει αυτή την υψηλότατη βούληση, πρέπει να υποκύψω σ’αυτήν…».
Αυτή η επιστολή του Σουβόροφ υπήρξε ξαφνική και απρόσμενη για τον Σαχίν-Γκιράι και τον όργισε πάρα πολύ. Ως ένδειξη διαμαρτυρίας κατά αυτής της απόφασης, ο Χαν εγκατέλειψε το παλάτι του και έστησε τις σκηνές τρία χιλιόμετρα από την πρωτεύουσά του. Αρνήθηκε να συναντήσει τον Σουβόροφ και τον εκπρόσωπο της ρωσικής κυβέρνησης, Κωνσταντίνοφ (ελληνικής καταγωγής), με μόνο μια απαίτηση προς τον Σουβόροφ – να καθυστερήσει τη μετοίκηση για 25 ημέρες. Ο Σαχίν-Γκιράι έγραψε επιστολή προς την Αικατερίνη - και περίμενε για την απάντηση. Ο Σουβόροφ αρνήθηκε αποφασιστικά, επειδή ήξερε εκ των προτέρων την απάντηση της Αικατερίνης. Η ρώσικη κυβέρνηση απέστειλε από την Αζοφική επαρχία 6000 καροτσάκια, για να μεταφέρουν Έλληνες, Αρμένιους και οι Γεωργιανούς. Και 31386 άτομα, που τα μετάφεραν τα στρατεύματα του Αλεξάντρ Σουβόροφ άρχισαν το ταξίδι.
Η μετοίκηση ξεκίνησε τον Αύγουστο του 1778. Κατ’αρχήν μετακινήθηκε ο αστικός πληθυσμός από την Καφά, Μπαχτσισαράι, Καρασουμπαζάρ, Κοζλόφ, Ακ-Μετσέτ και Παλαιάς Κριμαίας (5 Αυγούστου – 1.122 άνθρωποι, 15 Αυγούστου – περίπου 3 χιλιάδες άνθρωποι). Έπειτα μετακόμισε ο αγροτικός πληθυσμός. Ήδη την 18η Σεπτεμβρίου (σε έξι εβδομάδες!) ολοκληρώθηκε.
Ζωή στην προγονική πατρίδα
Την παραμονή της μετεγκατάστασης τους από την Κριμαία, οι Έλληνες ζούσαν σε περισσότερα από 80 χωριά στα βουνά και στη νότια ακτή της Κριμαίας, το ένα τέταρτο από αυτούς ήταν κάτοικοι της πόλης. Οι Έλληνες προτίμησαν τη νότια ακτή της Κριμαίας, όπου ήταν διασκορπισμένοι σε μεγάλο αριθμό χωριών (τα μεγαλύτερα από αυτά: Μεγάλη Καρακούμπα – 1.423 άτομα, Στέλα – 1.228 άτομα, Μάνγκους – 773 άτομα, Σαρτανί – 743 άτομα, Μπισουί – 686 άτομα, Κερμεντσί – 477 άτομα).
Το μεγαλύτερο μέρος του αστικού πληθυσμού υπήρξε τεχνίτες και μάστορες, και το ένα έκτο των Ελλήνων ασχολήθηκαν με το εμπόριο. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία, η γεωργία (καλλιεργούνταν η σίκαλη, το κεχρί, το σιτάρι, το κριθάρι, το λινάρι), στη νότια ακτή οι Έλληνες ασχολούνταν με την κηπουρική, την αμπελουργία, την αλιεία. Η απογραφή των ακινήτων από τον Χαν, η οποία πραγματοποιήθηκε στη χερσόνησο κατά τη μετακίνησή τους, επιβεβαιώνει τη σχετική υλική ευημερία της πλειονότητας των Ελλήνων της Κριμαίας, καθώς και αποτελεί την απόδειξη των κοινών οικονομικών δραστηριοτήτων των εκπροσώπων των διαφόρων θρησκειών, ακόμα και των κληρικών. Όλος αυτός ο πληθυσμός είχε ενσωματωθεί στο υπάρχον σύστημα οικισμού και οικονομίας, οι περισσότεροι Έλληνες ήταν ταταρόφωνοι, πολλοί Αρμένιοι συμμετείχαν στην προσοδοφόρα επιχείρηση αυτής της εποχής – το δουλεμπόριο κ.α.
Θα πρέπει να σημειωθεί η ανεξιθρησκία που υπήρχε στη μεσαιωνική Κριμαία, που είχε ως αποτέλεσμα πολλούς μικτούς γάμους, καθώς και στενές επαφές των εθνοτικών ομάδων, που συνέβαλλαν στην ένταξη. Για παράδειγμα, στα δικαστικά αρχεία του 17ου αιώνα αναφέρονται τα εξής γεγονότα: η μουσουλμάνα Φατιμά από το χωριό Μπογατίρ, η κόρη του Γαβριήλ, ζήτησε από τους χριστιανούς να πάρουν το σταυρό από την κατοικία της, που έμεινε από τον πατέρα της, και αυτό τον σταυρό τον μετέφεραν στην κατοικία της χριστιανής Βένιγιας, της κόρης του Μωάμεθ, της γυναίκας του χριστιανού Μπαλαμπάν. Σε μια άλλη περίπτωση η χριστιανή Ινίσα υιοθέτησε ένα Τάταρο παιδί και του άφησε όλη την περιουσία της. Το να ανήκουν τα μέλη της ίδιας οικογένειας σε διάφορες θρησκείες δεν ήταν ένα σπάνιο πράγμα: στο χωριό Αγ. Γεώργι, ο χριστιανός Μπιϊγκέλντι, ο γιος του Μιϊμπέρντι, κατέθεσε αίτηση κατά της γυναίκας του αδερφού του, της μουσουλμάνας Χανγκέλντι, της κόρης του Τραντάφυλλου; οι αδερφοί Σεΐτ, Μωάμεθ, Τοπ και Μπέμπιϊ: οι δύο πρώτοι ήταν μουσουλμάνοι και οι δεύτεροι - Χριστιανοί· ο Ντζαντεμίρ, ο γιός του Δημήτρη υπήρξε χριστιανός, και η αδερφή της Σαϊμέ – μουσουλμάνα, ο μουσουλμάνος Μουσταφά είχε γυναίκα την Ντεσφίνα και κόρη την Θεοδώρα, χριστιανές γυναίκες και οι δύο.
«Τους προγόνους μου, τους Έλληνες, τους σκότωσαν οι στρατιώτες…»
Από την εφημερίδα «Ειδήσεις της επιστημονικής αρχειακής επιτροπής της Ταύρια» του 1899, N30 γνωρίζουμε, ότι «ενώ το 1778 οι Έλληνες μετακόμιζαν από την Κριμαία, πολλοί απ' αυτούς, που δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, υιοθέτησαν το Ισλάμ και έγιναν Τάταροι. Και μέχρι σήμερα, σε ορισμένα χωριά της νότιας ακτής οι Τάταροι τηρούν τις χριστιανικές παραδόσεις και έχουν τα ελληνικά επώνυμα (Καφαδάρ, Μπάρμπα κ.α.) με την προσθήκη της κατάληξης «ογλου» (γιος).
Ένας πολύ γνωστός ερευνητής της Κριμαίας, ο οποίος επισκέφθηκε την Κριμαία στις 13-14 Ιουλίου 1898 του, ο Μπερτιέ ντε Λαγκάρντ έγραψε: «Βγαίνανε οι χριστιανοί με πικρά δάκρυα, έτρεχαν, κρύβονταν στα δάση και σπηλιές, ακόμη και το Ισλάμ υιοθετούσαν για να μείνουν στην πατρίδα τους».
Σήμερα μαύρο ουρανό,
Σήμερα μαύρη μέρα;
Σήμερα όλοι κλαίουν,
Και τα βουνά λυπούνται…
Αυτό το ελληνικό τραγούδι συντάχθηκε πάνω από εκατό χρόνια πριν. Ερμηνεύτηκε από την Ν. Γιατσκό σε ρουμαϊκή και ουρουμική γλώσσα.
Η μετοίκηση, μάλλον, η έξωση, πραγματοποιήθηκε, παρά την απροθυμία πολλών να εγκαταλείψουν την πατρίδα. Ο ιστορικός Πετρουσέβσκι στο βιβλίο «Αρχιστράτηγος Πρίγκιπας Σουβόροφ», που εκδόθηκε το 1884, γράφει: «Η μετοίκηση πραγματοποιούταν δια της βίας». Η Κασσάνδρα Κοστάν στο βιβλίο «Αποσπάσματα από τη λογοτεχνία των Ελλήνων της Μαριούπολης», που εκδόθηκε το 1932, λέει τι ίδιο: «ο Ελληνικός λαός ήταν κατά αυτής της μετοίκησης».
«Ο αρχιστράτηγος Α. Σουβόροφ διαχειριζόταν την μετοίκηση των Ελλήνων. Πραγματοποιούταν πολύ σκληρά. Σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση, οι πρόγονοί μου, οι Έλληνες, έπεσαν θύματα των στρατιωτών για την άρνηση να μετακομίσουν», – έγραψε το 1997 ο Β. Ντζουβάγκα στην εφημερίδα της Μαριούπολης «Ιλιτσιόβετς».
Στην Κριμαία, οι Έλληνες εγκατέλειψαν τα σπίτια, τα καταστήματα, τα εργοστάσια, τους αμπελώνες και πολλά άλλα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησαν κατά τα χρόνια της ζωής και πήραν για κληρονομιά από τους προγόνους τους.
Σκέφτομαι ότι μόνο αυτή η μικρή λίστα των πραγματικών περιστατικών μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση την έκδοση για την εθελοντική μετοίκηση των Ελλήνων της Κριμαίας καθώς και την έκδοση της ανθρωπιστικής βούλησης της Αικατερίνης προς τους Έλληνες. Και, παρεμπιπτόντως, στη Μαριούπολη και κάποια ελληνικά χωριά και σήμερα υπάρχουν οι οπαδοί της Αικατερίνης ΙΙ οι οποίοι συνεχίζουν να την θεοποιούν και να την ευχαριστούν για την καλοσύνη της.
Κατά το Διεθνές Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Μαριούπολη το 1996 ο επιστήμονας από την ελληνική πόλη Ιωάννινα, Χρήστος Λασκαρίδης, για τα γεγονότα του 1778 είπε τα εξής: «Ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος, ο οποίος επίσης φέρει την ευθύνη, έπεσε θύμα της πολιτικής της ρωσικής κυβέρνησης, δεδομένου ότι η μετεγκατάσταση υπήρξε πρωτοβουλία των ρωσικών αρχών».
«Έγινε η μετοίκηση!…»
Ο Αλεξάντρ Σουβόροφ έλαβε τάγμα για την οργάνωση της μετοίκησης και μια καλή οικονομική ανταμοιβή. Αυτός ο ίδιος πρότεινε να πάρει 3000 ρούβλια ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος για το ζήλο με τον οποίο ενθουσίασε τους Έλληνες. Επιπλέον, στις αρχές του 1779, ο χαν Σαχίν Γκιράι έλαβε ανταμοιβή για τους χριστιανούς στο ποσό των 50 χιλιάδων ρουβλιών, και το ίδιο ποσό έλαβαν και οι αδερφοί του χάνου, οι μπέηδες, οι μουρζείς (murza) και οι αξιωματικοί του χάνου.
Συνολικά, η Ρωσία χρηματοδότησε την επιχείρηση αυτή με 230 χιλιάδες ρούβλια.
Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο αρχιστράτηγος αποστέλλει στον Ρουμιάντσεφ έκθεση: «Η έξωση των χριστιανών της Κριμαίας έγινε!»
Η Νοβοσέλιτσα ορίστηκε κέντρο οικισμού, σήμερα είναι η πόλη του Νοβομοσκόβσκ της περιφέρειας Ντνιπρό.
Οι Έλληνες, που εγκατέλειψαν την Κριμαία, ήταν 18391, εκ των οποίων οι 87 ήταν κληρικοί. Μετοίκισαν επίσης και 12598 Αρμένιοι, τους οποίους μετακίνησαν στο Ροστόφ.
Για τα αποτελέσματα της μετοίκησης εύγλωττα λένε τα λόγια της αναφοράς, η οποία υποβλήθηκε στην πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα από τους εξουσιοδοτημένους των Ελλήνων μεταναστών στον Υπουργό εσωτερικών υποθέσεων, Λανσκόι: «Δεν μπορούμε να περιγράψουμε με λεπτομέρεια όλα όσα συνέβησαν κατά την μετακίνησή μας και ποια νοσήματα είχαμε, λόγω αλλαγής κλίματος, νερού, στενότητας χώρου διαμερισμάτων και γενικά μη ύπαρξης διαμερισμάτων… αλήθεια είναι ότι η ζωή πολλών οικογενειών χειροτέρεψε, ακόμα και ένα μισό έχασαν τις ζωές τους, δεν έμεινε ούτε μια οικογένεια που να μην που να μην έχασε τον πατέρα, τη μητέρα, τον αδερφό, την αδερφή και τα παιδιά. Αλλιώς να το πούμε από τις 9 χιλιάδες αρσενικό πληθυσμό δεν έμεινε ούτε και ένα τρίτο…»
«Οι μετανάστες παθαίνουν διάφορα νοσήματα και επιπλέον αρχίζει η πανδημία στις περιφέρειες Νοβοροσίσκ και Αζόφ, πολλοί χάνουν τη ζωή τους κατά το δρόμο»
Εδώ πρέπει να αναφερθεί, ότι το εν λόγω ένα τρίτο είναι ο αριθμός των ατόμων που τελικά εγκαταστάθηκαν σε καθορισμένες περιοχές. Οι υπόλοιποι — δεν πέθαναν όλοι από αυτούς: μερικοί έμειναν στο Αικατερινοσλάφ, μερικοί μετακόμισαν στο Ταγκανρόγκ. Να σημειωθεί επίσης ότι πολλοί επέστρεψαν τελικά στην Κριμαία.
Δύο χρόνια προσωρινής επιβίωσης
Του Μητροπολίτη Ιγνάτιου δεν του άρεσε η δοθείσα γη στο κέντρο του Σιτς της Ζαπορίζια. Ωστόσο, ο Α. Σκαλκόφσκι και οι ορισμένοι τοπικοί εθνολόγοι πιστεύουν, ότι οι πραγματικοί λόγοι ήταν άλλοι. Πρώτον, οι καθαρά θρησκευτικοί: ο Ιγνάτιος ήθελε να προστατεύσει το ποίμνιό του από τους Ρώσους και τους Ουκρανούς. Δεύτερον, η προτεινόμενη γη δεν ήταν και πολύ κατάλληλη για τη γεωργία.
Φαίνεται ότι ακόμη και κατά το χρόνο της ζωής στην Κριμαίας ο Μητροπολίτης Ιγνατίος δεν έτρεφε καμία ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Κοζάκους. Γνώρισε τις περιπτώσεις, όταν οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στο Σιτς της Ζαπορίζια αφομοιώθηκαν με Κοζάκους. Την ίδια στιγμή οι Έλληνες ακόμα και την εκκλησία τους μεταφέραν από την Κριμαία στο Σιτς της Ζαπορίζια. Υπήρχαν περιπτώσεις που οι Έλληνες μπήκαν στο στρατό της Ζαπορίζια. Προφανώς, για να συζητήσει αυτά τα θέματα ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος πήγε στην Αγία Πετρούπολη στις 2 Ιουλίου του 1779.
Στο τέλος, ο Μητροπολίτης πέτυχε να καθοριστεί ο οικισμός των Ελλήνων από το νέο έγγραφο – από το Διάταγμα του Ποτιόμκιν στον Διοικητή της Αζοφικής επαρχίας, Τσερτκόφ, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1779. Σύμφωνα με το Διάταγμα του Ποτιόμκιν, οι Έλληνες έλαβαν το έδαφος στα σύνορα της περιοχής Πάβλοφσκι – της πρώην (μέχρι το 1775) Καλμιούσσκαγια παλάνκα του Σιτς της Ζαπορίζια. Την πόλη για τους εμπόρους οι Έλληνες μπόρεσαν να την χτίσουν στο στόμιο του ποταμού Κάλμιους. Αλλά εδώ ήδη υπήρχε μια πόλη, Πάβλοφσκ (και πριν - Κάλμιους), που ονομάστηκε προς τιμήν του γιου της Αικατερίνης Β΄. Στους Έλληνες δεν τους άρεσε η ονομασία, επειδή τη δική τους πόλη την ήθελαν να ονομάσουν Μαριούπολη, προς τιμήν της Παναγίας, τη θαυματουργή εικόνα της οποίας είχαν σχεδιάσει να τοποθετήσουν στον καθεδρικό ναό της πόλης,. Το κύριο ιερό των Ελλήνων της Κριμαίας - η εικόνα της Μητέρας του Θεού – στις ακτές της Αζοφικής θάλασσας μεταφέρθηκε από τους μοναχούς της μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Δυστυχώς, αυτό το μνημείο της μεσαιωνικής βυζαντινής ζωγραφικής χάθηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου.
Αξίζει να υπενθυμιστεί ότι στο στόμιο του ποταμού Βόλτσγια, πού οι Έλληνες αρνήθηκαν να μετακομίσουν, σχεδίασαν να κατασκευάσουν μια πόλη με ίδιο όνομα, όμως, προς τιμήν της άλλης Μαρίας – της γυναίκας του διαδόχου του θρόνου της Ρωσίας, της νύφης της Αικατερίνης. Το πρόβλημα λύθηκε πολύ απλά. Χωρίς καμιά γραφειοκρατία ο Ποτιόμκιν απλώς άλλαξε τις ονομασίες των δυο πόλεων, και το Πάβλοφσκ έγινε η Μαριούπολη, και η πόλη που την σχεδίασαν να ονομάσουν τη Μαριονόπολη έγινε η Παβλογκράντ. Η πόλη επί του Κάλμιους πήρε το όνομα Μαριούπολη σύμφωνα με το διάταγμα της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β΄, και όλη η περιοχή πήρε το όνομα «μαριουπολίτικη».
Ωστόσο, εμφανίστηκαν νέα προβλήματα. Η γη που έδωσαν στους Έλληνες είχε ήδη κατοικηθεί. Και έπρεπε να απελευθερωθεί. Οι κάτοικοι της Μαλορώσιας που διέμεναν εκεί είχαν άδεια να μείνουν στους τόπους αυτούς μόνο για τον χειμώνα των 1779-1780 και το καλοκαίρι – μέχρι τη συγκομιδή. Μετά από την συλλογή των καρπών έπρεπε να εγκαταλείψουν αυτό τον τόπο.
Έτσι, μια βίαιη μετοίκηση – των χριστιανών από την Κριμαία – προκάλεσε νέα, το ίδιο βίαιη μετακίνηση εκατοντάδων, και ίσως, και χιλιάδων ανθρώπων από την Αζοφική περιοχή.
Νέα πατρίδα
Την άνοιξη του 1780 ξεκίνησε το τελικό στάδιο της μετοίκησης – μετακίνησης των Ελλήνων χριστιανών στην περιοχή της Μαριούπολης.
Μετακόμιζαν σε μικρές ομάδες, που αποτελούνταν από τους κατοίκους ενός η μερικών κριμαϊκών χωριών, και εγκατασταίνονταν κατά βούληση στους τόπους που προορίζονταν για τα μελλοντικά χωριά. Στο έδαφος της περιοχής της Μαριούπολης οι μετανάστες από την Κριμαία εγκαταστάθηκαν σε 20 χωριά.
Οι μετανάστες από τις κριμαϊκές πόλεις και χωριά χωριστά ο ένας από τον άλλο, σχηματίζοντας γειτονιές και χωριά. Έτσι εμφανίστηκαν τα χωριά Γιάλτα, Ουρζούφ, Στάρι Κριμ (Παλιά Κριμαία), Καράν, Λάσπη, Μάνγκους, Σαρτανά και πολλοί άλλοι. Εκεί δημιούργησαν τους ναούς, που πήραν τα ίδια ονόματα όποια είχαν και στην Κριμαία. Σε μερικά χωριά, όπως Ουρζούφ, οι ναοί ήδη ήταν του κοζάκικου ύφους. Απλώς τους μετέφεραν στους Έλληνες.
Οι Έλληνες από πέντε μικρά χωριά: Ντεμετνζή (Φουνί), Αλούστα, Ουλού-Ουζέν, Κουτσούκ Ουζέν, Κουρού-Ουζέν, που βρίσκονταν στους πρόποδες του βουνού Ντεμετνζή, εγκαταστάθηκαν μαζί. Κατά τον αγιασμό της νέας εκκλησίας του Θεόδωρου Στρατηλάτου, ο μητροπολίτης Ιγνάτιος συγκλονίστηκε με τη γενναιοδωρία των Ελλήνων, που έδωσαν για εκείνη την ημέρα πολλά ζώα χωρίς καμία ανταμοιβή. Προφανώς, λόγω αυτού του γεγονότος (καθώς και ότι μόνο ο ιερέας του χωριού Ντεμετνζή έφτασε στο νέο τόπο, ενώ οι άλλοι πέθαιναν στο ταξίδι), ο μητροπολίτης έδωσε στο νέο χωριό ένα λαμπρό όνομα – Κωνσταντινούπολη, προς τιμήν της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την πατρίδα των Ελλήνων μητροπολιτών.
Το χωριό Κωνσταντινούπολη εξακολουθεί να υφίσταται και σήμερα. Εκεί διαμένουν οι απόγονοι μεταναστών από την περιοχή Αλούστα. Το σημερινό χωριό ανήκει στην περιοχή Βελικονοβοσιόλκοφσκι της περιφέρειας Ντονέτσκ. Ο πληθυσμός του - περίπου 1.000 άτομα – ασχολείται με τη γεωργία. Τα ονόματα των κατοίκων της περιοχής: Ντεμερτζή, Τσερντακλί – στη μνήμη της ιστορικής πατρίδας.
Στις 26 Ιουλίου του 1780, υπό την ηγεσία του Μητροπολίτη Ιγνατίου οι μετανάστες έφτασαν στην πόλη της Μαριούπολης. Εδώ εγκαταστάθηκαν οι μετανάστες από έξι κριμαϊκές πόλεις: Κάφα (Θεοδοσία), Μπαχτσισαράι, Καρασουμπαζάρ, Κοζλόφ (Γκέζλεφ – Ευπατορία), Μπελμπέκ, Μπαλακλάβα και προάστια του Μπαχτσισαράι Μαριάμ. Η πλειονότητα των ονομάτων αυτών για πολλά χρόνια παρέμειναν στα ονόματα των αστικών προαστίων, όπου ζούσαν οι τεχνίτες (Κεφέ, Γκεζλεβέ, Καρασουμπαζάρ, Μπαχτσισαράι και Μάρινσκ), και αργότερα - στα ονόματα των οδών.
Στη Μαριούπολη μαζί με τους μετανάστες ήρθαν και οι εκπρόσωποι της περιφερειακής διοίκησης για τη διοργάνωση των πρώτων εκλογών του ελληνικού δικαστηρίου της Μαριούπολης, της αρχής αυτοδιοίκησης, που ασκούσε τις διοικητικές, αστυνομικές και δικαστικές λειτουργίες στο έδαφος όλης της περιοχής. Πρώτος επικεφαλής έγινε ο έμπορος Χαντζή (Χαντζίνοφ) Μιχαήλ του Σαβέλι.
Στις 15 Αυγούστου του 1780, στη Μαριούπολη έκαναν πανηγύρι με την ευκαιρία της ολοκλήρωσης της μετοίκησης. Η μετοίκηση των κριμαϊκών Ελλήνων χριστιανών, που διήρκεσε περισσότερο από δύο χρόνια, ολοκληρώθηκε.
Ο νέος τόπος ήταν σαφώς χειρότερος από την Κριμαία και στην ομορφιά της, και σχετικά με τις φυσικές συνθήκες. Αλλά η πράξη έγινε, η διαδικασία αφομοίωσης της εθνο-πολιτισμικής σύνθεσης και οικονομικής δομής έχει αρχίσει, και έτσι η κυβέρνηση, ακόμη και μετά την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 1783, δεν επέτρεπε στους Έλληνες και Αρμένιους να επιστρέψουν (μόνο μερικοί από αυτούς κατέφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους).
«Πολλοί Έλληνες ήθελαν να επιστέψουν πίσω»
Στο βιβλίο «Μαριούπολη και προάστια», που δημοσιεύθηκε το 1892, διαβάζουμε: «Πολλοί Έλληνες ήθελαν να επιστρέψουν πίσω, κάποτε με περιπτώσεις ανυπακοής, – και τιμωρούνταν με αυστηρά μέτρα της διοίκησης, ώστε η κυβέρνηση έπρεπε να αποστείλει τα στρατεύματα για να καταστείλει την αντίσταση των ανθρώπων». Οι φασαρίες συνέβαιναν σε όλα τα χωριά, και ιδιαίτερα ξεκίνησαν το 1804 στα χωριά Σαρτανά, Τσερντακλί, Μάλι Γιανισόλ, Καράν κ.α. Την επιθυμία τους να επιστρέψουν στην Κριμαία οι ανυπότακτοι εξήγησαν με ότι «αυτοί και οι πρόγονοί τους είχαν ζήσει εκεί». Ο Μητροπολίτης είχε δύσκολες σχέσεις με τους μετανάστες. Επιπλέον, αν στην Κριμαία, ο Μητροπολίτης δεν ήταν μόνο ένα πνευματικό πρόσωπο, αλλά και ο δικαστής του λαού του, στη Μαριούπολη δεν είχε τέτοια δικαιώματα, προκαλώντας έτσι κάποια προβλήματα κατά την επικοινωνία με τις τοπικές αρχές. Έχοντας στην ιδιοκτησία του ένα κτήμα με πολλά σπίτια, ένα εργοστάσιο ψαριών και μερικά καταστήματα, έχτισε ένα εξοχικό σπίτι και φύτεψε έναν κήπο. Σύμφωνα με τις οδηγίες του πρόεδρου του Δημοτικού Δικαστηρίου (σήμερα αυτές τις λειτουργίες έχει ο δήμαρχος της πόλης), που πιθανώς θεώρησε αυτές τις ενέργειες του Μητροπολίτη ως παράνομες, καταστράφηκαν ο φράχτης και ο κήπος. Και τότε συνέβη ένα γεγονός, που έκανε να αναρωτιέσαι για πολλά βραχυπρόθεσμες και πολιτικές στιγμές δημιουργίας της «νέας» ιστορίας της Μαριούπολης. Ο Ιγνάτιος αφού τέλεσε τη λειτουργία, πήγε στο τάφο του Προκρόφσκ, που είναι στην οδό Γεώργιγιεφσκαγια, κάλεσε τους υποστηρικτές του να χωριστούν από τους αντιπάλους και στο πρόσωπο του Προέδρου του Δημοτικού Δικαστηρίου καταράστηκε εκείνους.
Όλες τις καταστροφές – τις ετήσιες ξηρασίες, επιδημίες, όπως τη χολέρα το 1830, όταν πέθαναν ολόκληρες οδοί – Γεώργιγιεφσκαγια και άλλες – ο λαός τα απέδιδε στην κατάρα στον ηγέτη τους».
Ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος αγιοποιήθηκε από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Πατριαρχείου Μόσχας – και είναι άγιος. Λοιπόν, ο ίδιος έχει βιώσει πολλά, και σε όλη αυτή την τραγωδία της μετοίκησης η ενοχή του ήταν πολύ περιορισμένη. Για όσο μπορούσε, προσπαθούσε να βοηθήσει στο δικό σου λαό σ’ αυτές τις περιστάσεις. Κάποτε όμως αντιμετώπισε την ακατανοησία – επειδή μπροστά από τους συμπατριώτες του ήταν τέτοιος ένοχος, που φταίει για όλα. Για τις προσπάθειες της Αικατερίνης και των εμπίστων της να αρπάξουν όλο και περισσότερα εδάφη, φέρνοντας ανείπωτη δυστυχία στους λαούς που κατοικούσαν σ’ αυτά τα εδάφη.
Ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου του 1786. Στην κηδεία δε συμμετείχε ούτε ένα πρόσωπο από τις υψηλότερες εκκλησιαστικές αρχές, τους αρχιερείς. Ο Επίσκοπος Δωρόθεος, ο οποίος ηγήθηκε την επαρχία μετά τον Ιγνάτιο, επέστρεψε στην Κριμαία σε αντίθεση με τους συμπατριώτες τους. Την κατοικία του την έκανε στη Θεοδοσία. Δεν θα σχολιάσω αυτό το γεγονός.
Διαφορές σχετικά με τις εκκλησίες
Στη Μαριούπολη, οι Έλληνες τελούσαν τις λειτουργίες κατ’ αρχήν στην κοζάκικη εκκλησία του Αγίου Νικόλαου. Δίπλα άρχισαν να χτίζουν τον καθεδρικό ναό του Χαρλάμπι. Την καμπάνα την μετέφεραν εκεί από την εκκλησία των κοζάκων. Διατηρούσανε για πολύ χρόνο και κοζάκικο θυμιατήρι και σιδερένιο σταυρό, ο οποίος υψώθηκε στην εκκλησία του Αγίου Νικόλαου. Με κάποιο άγνωστο τρόπο αυτός ο σταυρός βρέθηκε στο χωριό Μπογκατίρ, όπου το 1890 ο καθηγητής Φ. Μπράουν κατέγραψε μια παράδοση που λέει ότι αυτός ο σταυρός μεταφέρθηκε από την Κριμαία.
Πλην της εκκλησίας του Αγίου Νικόλαου, οι κάτοικοι του Κάλμιους (Πάβλοφσκ) κατέφεραν να αναγείρουν τα πέτρινα τείχη της εκκλησίας της Μαρίας Μαγδαληνής (σ’εκείνη τη θέση, που σήμερα βρίσκεται το κτίριο του Ukrsotsbank). «Οι άνθρωποι του μαλορωσικού έθνους» (όπως έγραφαν στα αρχεία), οι οποίοι όλοι έπρεπε να μετακινηθούν στο Παβλογκράντ, μετακόμισαν αλλά όχι όλοι. Περισσότεροι από δύο χιλιάδες (οι Έλληνες στη Μαριούπολη ήταν λίγο περισσότεροι από τρεις χιλιάδες) ήθελαν να τους επιστρέψουν τουλάχιστον την εκκλησία της Μαρίας Μαγδαληνής. Περίπου τρία χρόνια συνεχίζονταν οι διαφορές και οι φιλονικίες μεταξύ της μαριουπολίτικης τοπικής αρχής και του ελληνικού δικαστηρίου, μέχρι να δοθεί αυτή η εκκλησία στους Κοζάκους. Αγιάστηκε μόνο το 1791. Το 1897 μεταφέρθηκε στη θέση, όπου τώρα στη Μαριούπολη βρίσκεται η πλατεία του θεάτρου.
Να σημειωθεί και ότι σήμερα ο καθεδρικός ναός της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πατριαρχείου Μόσχας στη Μαριούπολη ονομάζεται Άγιος Νικόλαος.
Τέλος της Οδύσσειας
Λόγω της έλλειψης των βοοειδών, τα γεωργικά εργαλεία, τα οποία μεταφέρθηκαν στους Έλληνες, δεν χρησιμοποιήθηκαν πλήρως. Σύντομα ένα μέρος της γης επιστράφηκε στην κρατική ιδιοκτησία, επειδή η ρωσική κυβέρνηση ενδιαφερόταν για την πλήρη κατοίκηση και την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Εξαιτίας αυτού, μεταξύ 1790-1796 με την άδεια της ρωσικής κυβέρνησης στη Βόρεια Αζοφική περιοχή αρχίζουν να μετακινούνται από την Ευρώπη εκπρόσωποι των άλλων χωρών, οι οποίοι στο θρήσκευμα ήταν καθολικοί, λουθηρανοί, καλβινιστές και άλλες προτεσταντικές ομάδες. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1861 και οι ακόλουθες αστικές μεταρρυθμίσεις των δεκαετιών 60-90 του 19ου αιώνα επηρέασαν και την οργάνωση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Καταργήθηκαν οι εθνικές περιοχές και τα ειδικά δικαιώματα (προνόμια) των μεμονωμένων εθνικών ομάδων. Δημιουργούνταν κοινές γενικές αρχές διοίκησης.
Η τραγωδία των Ελλήνων μεταναστών έτσι παρέμεινε ως τραγωδία στη μνήμη των απογόνων αυτών των μεταναστών. Ωστόσο, ορισμένοι καιροσκόποι της πολιτικής την κάνουν φάρσα σήμερα, προσπαθώντας να δείξουν μια από τις επιχειρήσεις στην επιθετική πολιτική της τσαρικής Ρωσίας σαν φροντίδα της ρωσικής απολυταρχίας για τους ορθόδοξους στο χανάτο της Κριμαίας.
Τώρα, στην πολυεθνική περιφέρεια του Ντόνετσκ διαμένουν περίπου 100 χιλιάδες Έλληνες – οι απόγονοι εκείνων, που βρήκαν το σπίτι τους στην περιοχή της Αζοφικής Θάλασσας πριν από 220 χρόνια.
Τραγική ήταν και η μοίρα του χαν της Κριμαίας, Σαχίν Γκιράι. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί από το θρόνο υπέρ της αυτοκράτειρας Αικατερίνης Β’. Ο Σαχίν Γκιράι προσπάθησε να οργανώσει μια εξέγερση, όμως καταστάλθηκε γρήγορα. Στη συνέχεια, ο πρώην κυβερνήτης της Κριμαίας συγχωρέθηκε και αποστάλθηκε σε επίτιμη εξορία στο Βορόνεζ. Όντας βαρετός στην αιχμαλωσία, ζήτησε την άδεια να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Τον απελευθέρωσαν, αλλά σύντομα θανατώθηκε εκεί από τους Τούρκους.
Ανατόλι Γκερασιμτσούκ
Μετάφραση: Βλαντ Ταουσάν
Πηγή: uargument.com.ua