Ιστορικές σχέσεις της Ουκρανίας με τον Άγιο Όρο (αφιερωμένο στα 1000 χρόνια του αρχαίου μοναχισμού των Ρους στον Άθω)
Nesterenko V. “Ξυλουργού. Ξεπροβόδισμα του οσίου Αντώνιου στην Ρώς”.
Το Άθως, που υψώνεται πάνω από το Αιγαίο, στο ακρωτήρι της χερσονήσου Χαλκιδικής, στην νοτιοανατολική Ελλάδα, κατά τη βασιλεία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ΄ Πωγωνάτου (668-685) είχε παραχωρηθεί προς την διοίκηση των χριστιανών μοναχών, οι οποίοι έρχονταν εκεί από διάφορες χώρες, και με την πάροδο του χρόνου δημιούργησαν την Μοναστική Κοινότητα – η λεγόμενη δημοκρατία των μοναχών .
Ο αριθμός των μοναχών γρήγορα αυξανόταν. Δίπλα στα αρχαία ελληνικά μοναστήρια, όπως είναι πασίγνωστες η Μονή Βατοπαιδίου και η Μονή Ξηροποτάμου, χτίστηκε στην νότιοανατολική ακτή του Αγίου Όρους, η Μονή Ίβηρων. Το Μοναστήρι αυτό ιδρύθηκε στο τέλος του 10ου αιώνα από τρείς μοναχούς που ήρθαν από την Ιβηρία (του Καύκασου - σημερινή Γεωργία) και καταγόταν από την Γεωργιανή Δυναστεία των Μπαγκρατιών. Εκείνο τον καιρό, οι μοναχοί Βενεδικτίνοι από την Λογγοβαρδία ίδρυσαν το Μοναστήρι Αμάλθεια. Στην αρχή του 11ου αιώνα, στην νοτιοδυτική πλευρά του Άγιου Όρους, χτίστηκε το Βουλγάρικο Μοναστήρι Ζωγράφου. Το Άθως είχε καταστεί ως σπουδαίο μέρος για ανατολικό μοναχισμό και κέντρο έλξης θρησκευόμενων ανθρώπων από πολλές χώρες του ανατολικού χριστιανικού κόσμου.
Υστέρα από τον εκχριστιανισμό του Αρχαίου Κράτους της Ρους του Κιέβου ο πρίγκηπας Βολοντίμιρ Σβιατοσλάβιτς έστειλε στο Άθως τη μεγάλη ομάδα ιερέων από τους ντόπιους Ρουσίνους. Μερικοί από αυτούς δεν γύρισαν στο Κίεβο, αλλά έμειναν στις σπηλιές και στις κοινοβιακές σκήτες στο Άθως. Στις αρχές του 11ου αιώνα, οι αναφερόμενοι μοναχοί ίδρυσαν το Μοναστήρι του Ξυλουργού. Αυτό το Μοναστήρι ανήκει στην πρώτη γενιά μοναστηριών-κοινοβίων, με την ίδρυση των οποίων αρχίζει να διοργανώνεται στην πραχτική η ζωή των μοναχών στο Άγιο Όρος.
Η πρώτη γραπτή αναφορά για το αναφερόμενο Μοναστήρι υπάρχει σε ελληνικές πηγές του 1016. Είναι γνωστό ότι σε αυτό το Μοναστήρι έμεινε και ο όσιος Αντώνιος από το Λιούμπετς (από την περιοχή της ουκρανικής πόλης Τσερνίγιβ). Στα χρονικά του Αρχαίου κράτους του Κιέβου, που γράφτηκαν στις αρχές του 11ου αιώνα, διηγείται η ιστορία του όσιου Αντώνιου από το Λιούμπετς, οποίος ταξίδεψε από την γη του Τσερνίγιβ στον Άγιο Όρο: «Ο Θεός του έβαλε στην καρδιά την επιθυμία να πάει στην ελληνική γη, στις κοινοβιακές μονές για να τις δει. Και πήγε αυτός στο Άγιο Όρος και είδε τα μοναστήρια και αγάπησε τη ζωή των μοναχών. Και ικέτευσε τον Ηγούμενο να τον χειροτονίσει σε μοναχό. Ο Ηγούμενος τον άκουσε, τον κούρεψε και του έδωσε το όνομα Αντώνιος. Και του δίνοντας καθοδήγηση και του μαθαίνοντας τη ζωή του μοναχού, έλεγε: «πήγαινε πίσω στη Ρούς, και να έχεις την ευλογία από το Άγιο Όρος, και πολλοί άνθρωποι από εσένα θα γίνουν καλόγεροι».
Ο όσιος Αντώνιος Σπηλαιώτης
Ο Αντώνιος επέστρεψε στο Κίεβο και κατοίκησε στη σπηλιά στον λόφο, που του θύμιζε την θέα, που έβλεπε στο Άθως. Έτσι άρχισε η ιστορία της Μονής Πετσέρσκι (των Σπηλαίων) του Κιέβου, επίσης και η ιστορία του μοναχισμού στην Αρχαία Ρους του Κιέβου. Από το Άγιον Όρος κατάγονταν και οι μοναχοί, οι οποίοι στη δεκαετία του 60 του 11ου αιώνα, ίδρυσαν το Μοναστήρι Κοιμήσεως του Άγιου Όρους (Σβιατογκίρσκιϊ) κοντά στην πόλη Βολοντίμιρ στη Βολίν.
Στο μεταξύ μεγάλονε και ο αριθμός των μοναχών από την Ρούς στο ίδιο Άγιον Όρος. Για τον λόγο αυτό τον Αύγουστο του 1169 υιοθετήθηκε η απόφαση, που υπέγραψαν 27 ηγούμενοι του Αγίου Όρους, για την παραχώρηση της Ελληνικής Μονής των Θεσσαλονικέων, που ήταν τότε εγκαταλειμμένη, στο κοινόβιο Μοναστήρι Ξυλουργού, η λεγόμενη Μονή των Ρούσων, για την παντοτινή κτήση του. Από τότε αυτό το Μοναστήρι είναι γνωστή με το όνομα η Μονή του Άγιου Παντελεήμονα, ο οπίος θεωρείται προστάτης της. Επίσης το ονομαζόταν ως Ρούσικη, ή Παλαιά Μονή, ή Ορεινή Ρούσικη (Ναγκίρνιϊ Ρουσικών). Σε αυτήν την Μονή, όπως διαπιστώνεται από την έρευνα του Ουκρανού ιστορικού επιστήμονα Ο.Τολότσκο, κατοικούσε ο τέως Μητροπολίτης Κλιμέντ Σμολιάτητς ύστερα από την στερεσή του μητροπολιτικού αξιώματος. Στα νιάτα ο Κλιμέντ σπούδασε θεολογία στην Κωνσταντηνούπολη. Μετά χειροτονήθηκε ως καλόγηρος στην Μονή Ζαρούμπσκίϊ στο Δνείπερο, που έγινε γνωστός, όπως λένε τα χρονικά, ώς «φιλόσοφος και βιβλιολάτρης», ήταν πρωτοπόρος άνθρωπος για την γη των Ρούσων. Στις 27 Ιουλίου του 1147, ο πρλιγκιπας του Κιέβου Ιζιασλάβ Μστισλάβιτς πήρε τον μοναχό Κλιμέντ Σμολιάτιτς από το Μοναστήρι Ζαρούμπσκιϊ και τον όρισε ως Μητροπολίτη. Ήταν η δεύτερη και τελευταία περίπτωση στην ιστορία της Ρους του Κιέβου, όταν η έδρα του Μητροπολίτη στο Κίεβο κατείχε ο Ρουσίν και όχι ο Έλληνας.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η επιλογή της ημερομηνίας για χειροτονία του Κλιμέντ δεν ήταν τυχαία για τον πρίγκυπα Ιζιασλάβ Μστισλάβιτς. Ήταν τότε Ημέρα του Άγίου Παντελεήμονα - του ουράνιου προστάτη του ίδιου του Ιζιασλάβ Μστισλάβιτς, έπησης και Ημέρα της μνήμης του Αγίου Κλιμέντ της Οχρίδας, που ήταν ο ουράνιος προστάτης του Κλιμέντ Σμολιάτιτς. Για αυτόν τον λόγο, ο πρίγκιπας Ιζιασλάβ και ο Μητροπολίτης Κλιμέντ έδιναν την μεγάλη σημασία στο γεγονός, ότι και οι δύο τους σχετιζόταν με τον Άγιον Παντελεήμονα. Είναι πιθανό ότι τα χρήματα για την αγορά του Μοναστηριού του Άγιου Παντελεήμονα στο Άθως, χορηγήθηκαν από το θησαυροφυλάκιο του πρίγκιπα του Κιέβου Ιζιασλάβ Μστισλάβιτς.
Χάρη στην υποστήρηξη των πριγκίπων του Κιέβου η Μονή του Άγιου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος οικοδομήθηκε γρήγορα και επεκτάθηκε, αυξήθηκαν και τα οικονομικά του έσοδα της, πολλαπλασιάστηκαν οι πολιτιστικές και υλικές αξίες της. Το 1180 σε αυτό το Μοναστήρι χειροτονήθηκε ως μοναχός ο γιός του Βασιλιά της Σερβίας Στεφάνου Νεμάνι - ο Ροστισλάβ. Αυτό το γεγονός ήταν σημαντικό για την διοργάνωση του μοναχισμού στη Σερβία και είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και για τη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Η εισβολή της όρδής του χάνου Μπατού στη Ρους του Κιέβου, η καθιέρωση της κυριαρχίας των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη και στην Θεσσαλονίκη εμπόδιζαν και σχεδόν μηδένισαν τις επαφές των Ρούσων μοναχών με την πατρίδα τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, η υποστήριξη της Σερβίας είχε μεγάλη σημασία. Όταν το 1312 στη Μονή του Άγιου Παντελεήμονα ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά, η Σερβία προσέφερε την σημαντική οικονομική βοήθειά. Το 1347, ο βασιλιάς της Σερβίας Ντούσαν Υσχηρός παραχώρησε στην Μονή την Αγιά Κάρα του Άγίου Παντελεήμονα, η οποία και σήμερα διατιρήται στη Μονή.
Όταν η Σερβία έχασε την ανεξαρτησία της το 1389, η Μονή του Άγιου Παντελεήμονα βρήκε κηδεμόνες στο πρόσωπο των Ηγεμόνων της Μολδαβίας και Βλαχίας. Όταν στο τέλος του 14ου αιώνα ο Αρχιμανδρίτης της Μονής των Σπηλέων του Κιέβου ο Δοσίθεος επισκέφτηκε το Άθως, βρήκε εκεί έλαχιστους μοναχούς από την Ρους – Ουκρανία. Μετά από έναν αιώνα στη Μονή του Άγιου Παντελεήμονα, κατοικούσαν περισσότεροι Έλληνες μοναχοί. Όμως ο Ηγούμενος της Μονής παρέμεινε ο Ρούσος – ο Παϊσιος. Με την πρωτοβουλία του, οι μοναχοί του Άγιου Όρους ήρθαν σε επαφή με τον τσάρο της Μόσχας Ιβάν Γ΄, ο οποίος έδωσε στους μοναχούς από τον Άγιον Όρος την άδεια να μαζεύουν δωρεές στη Μόσχα. Από τότε οι ρωσικοί τσάροι άρχισαν να δείχνουν σημασία στο Άθως και να κηδεμονεύουν την ολόκληρη σειρά των Μοναστήριων του. Αυτό το γεγονός έχει ως βάση την επιθυμία της Μόσχας να αποκτήσει την κληρονομία του Βυζαντίου και την κυριαρχούσα θέση στην παγκόσμια ιστορία και στον κόσμο της πίστης.
Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, μετά την εισβολή των Οθωμανών στα Βαλκάνια και την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το Μεγάλο Πριγκιπάτο της Μόσχας παρέμεινε ως τελευταία ανεξάρτητη ορθόδοξη χώρα. Αυτό το γεγονός γένησε στην Μόσχα την ιδέα της πνευματικής πρωτιάς της. Η κληρονομιά του Βυζαντίου ήταν το αρχικό σημείο της ιδεολογίας της Μόσχας που αναπτύχθηκε στη διάρκεια του πρώτου μισού του 16ου αιώνα. Η επιστημονική παράδοση της Ρωσίας λέει, ότι η Μόσχα κληρονόμησε το μεγαλείο του Βυζάντιου, όμως στην πραγματικότητα, οι Ρώσοι διατήρησαν μόνο την εξωτερική μορφή της Βυζαντινής πολιτείας, χάνοντας το πνεύμα της. Τα οικουμενικά ιδανικά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έμειναν για Μόσχα κάτι ξένο. Ο συμπαντικός Χριστιανισμός του Βυζαντίου παραμορφώθηκε στο σφικτό πλαίσιο του μοσχοβίτικού εθνικισμού. Για αυτόν τον λόγο ο Έλληνας μοναχός από τον Άγιο Όρο ο Μάξιμος ο Γραίκος, καλεσμένος το 1518 στη Μόσχα για να μελετήσει τα ελληνικά και βυζαντινά χειρόγραφα, δεν βρήκε κατανόηση στους ντόπιους ακραίους. Ο εκπρόσωπος του Ελληνοσλαβικού περιβάλλοντος, για το οποίο ο διχασμός του Χριστιανισμού σε Καθολική και Ορθόδοξή παράδοση δεν είχε τόση σημασία, αντιμετωπίστηκε ο παραβάτης της ηρεμίας και αιρετικός. Για αυτόν τον λόγο τον κατηγόρησαν για κατασκοπία και μαγεία και έβαλαν στη φυλακή για 30 χρόνια.
Οι παραδόσεις της πνευματικής ενώτητας της Ρους-Ουκρανίας με το Άγιον Όρος ήταν αδιάκοπες. Το Άθως πάντα προσελκούσε τους θρησκευόμενους Ουκρανούς. Στο τέλος του 16ου αιώνα στο Άγιο Όρος χειροτονήθηκε ως μοναχός ο Ουκρανός λόγιος Ιβάν Βισένσκι. Γνωστοί μοναχοί του Άγιου Όρους ήταν Ιόβ Κνιαγκινίτσκι, Κυπριάν Οστροζάνιν, Ιωσήφ Κοριάτοβιτς – Κουρτσέβιτς, Φεοντόσι Μανιάβσκι και πολλοί άλλοι Ουκρανοί λόγοι και εκκλησιαστικοί παράγοντες. Από το Άθως προέρχονται πολοί μοναχοί, οι οποίοι το 16ου αιώνα ίδρυσαν στη δεξιά όχθη του ποταμιού Σίβερσκι Ντονέτς την Ιερή Μονή του Άγιου Όρους (Σβιατογκίρσκα Λαύρα). Στην αρχή η Κοινοβια Μονή ήταν μέσα στις σπηλιές, επειδή το βουνό της όχθης του ποταμιού ήταν τρυπημένο με λαβύρινθο διαδρόμων και κελιών. Εδώ υπήρχαν υπόγειες εκκλησίες, που βρισκόταν στις σπηλιές. Τον 17ο αιώνα στη κορυφή του βουνόυ κτίστηκε η Εκκλησία του Άγιου Νικολάου.
Σβιατογκίρσκα Λαύρα
Στενές σχέσεις με το Άγιον Όρος διατηρούσαν και οι Ουκρανοί κοζάκοι. Οι κοζάκοι πήγαιναν για προσκυνήματα στο Άγιον Όρος, και ήτανε πολύ γενναιόδωροι. Παραδείγματος χάρη, ο γέτμαν (πρίγκιπας) Ιβάν Μαζέπα το 1708 έστειλε στον Ζωοδόχο Τάφο στο Όρος Σινά και στις Μονές του Άγιου Όρους 30 χιλιάδες χρησά δουκάτα.
Στη μέση του 18ου αιώνα στο Βουλγάρικο Μοναστήρι Ζωγράφου οι Ουκρανοί κοζάκοι ίδρυσαν την Σκήτη της Γέννησης της Θεοτόκου, που ονομάστηκε επίσης η Μαύρη Ρεματιά (Τσέρνιϊ Βυρ). Το 1745 στην γη του Ελληνικού Μοναστηριού του Παντοκράτωρ ιδρύθηκε η Κοινόβια Μονή του Προφήτη Ηλία. Την ίδρυσε ο διάσημος μεταρρυθμιστής της μοναχικής ζωής στην Ανατολική Εκκλησία - ο Ουκρανός λόγιος και κληρηκός ο Παϊσιος Βελιτσκόβσκι. Η Μονή του Προφήτη Ηλία έγινε γνωστή με τα έργα των μοναχών, που είχαν ως παράδειγμα την πνευματική σταδιοδρομία του Παϊσιου Βελιτσκόβσκι. Όταν το 1763 ο ίδιος αποφάσισε να φύγει από το Άθως, μαζί του έφυγαν στη Μολδαβία και 64 μοναχοί, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Ουκρανοί.
Μετά την εξάλειψη το 1775 του Κράτους των Κοζάκων - Ζαπορόζσκα Σίτς, μερικοί κοζάκοι από Ζαπορόζιε πήγαιναν στο Άθως, οπού κατοικούσαν στην Μονή του Προφύτη Ηλία.
Στην αρχή του 20ου αιώνα στην Εκκλησία του Προφύτη του Ηλία κατοικούσαν περίπου 500 μοναχοί, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Ουκρανοί, όμως μεχρί τότε η Μονή αυτή ήδη έχει χάσει την εσωτερική εθνική ταυτότητά της. Όλο το χρονικό διάστημα, που η Μονή του Προφύτη Ηλία ήταν υπό τήν κηδεμόνία των ρώσικων τσάρων, έκει βασίλευε το αυτοκρατορικό πνεύμα της ρωσικής ορθοδοξίας. Παρόμοια κατάσταση ύπηρχε και στη Μονή του Άγιου Παντελεήμονα, η Μοναχική Κοινοβία της οποίας μετακόμησε την δεκαετία του 70 του 18ο αιώνα από το Ορεινό Μοναστήρι (Ναγκίρνιϊ Ρουσικών) στα καινούρια κτίρια που κτίστηκαν στη νοτιοδυτική θαλασσινή ακτή του Αγίου Όρους.
Το 19ο αιώνα, η Αγία Πετρούπολη μεταμόρφοσε αυτό το Μοναστίρι στον οδηγητή της ρωσικής επιρροής στην Ελληνική ανατολή. Τότε στο Άθως ύπηρχαν περίπου 5000 Ρώσοι μοναχοί (περισσότεροι από αυτούς κατοικούσαν στο Μοναστήρι του Άγιου Παντελεήμονα και στην Σκήτη του Άγιου Ανδρέα). Το 1874 οι Ρώσοι μοναχοί – μέτοικοι του Άγιου Όρους ίδρυσαν στην ακτή του Ευξείνου πόντου, στον Καύκασο, το καινούργιο Μοναστήρι του Νέου Άθως (Σιμόνο-Κανονίτσκι Μοναστήρι). Στα χρόνια της ύπαρξης της Σοβιετικής Ένωσης το παραθαλάσσιο αυτό το Μοναστήρι στην Αμπχαζία έγινε για Ρώσους πιο γνωστό από το Άθως.
Η εισροή νέων μοναχών από τη Ρωσία στο Άγιον Όρος έγινε δυνατή μόνο στα έτη του 1980. Αυτό το περιστατικό μαζί με τα άλλα παράγοντα επέτρεψε στη σύγχρονη Ρωσία να παρεμβαίνει στην ιστορική κληρονομιά των πνευματικών σχέσεων του Άγιου Όρου με την Ρους του Κιέβου και να δηλώνει για την χιλιετή ύπαρξή της στο όρος Άθως.
Μάϊος του 2016
Ινστιτούτο της Ιστορίας της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών της Ουκρανίας
Πηγή: 1