Από τον Μπλαχίν στον Νέπλιακ
Γράφει ο Βαγγέλης Αρναούτογλου
Η ποδοσφαιρική σχέση Ελλάδας - Ουκρανίας άρχισε να γίνεται αρκετά ζεστή από το 1990 και έπειτα, λίγο πριν από την οριστική διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ η οποία το έτος εκείνο ήταν πλέον διαφαινόμενη. Το ukranorama.gr ανατρέχει στο παρελθόν και σας εμφανίζει τους παίκτες που πέρασαν τα τελευταία 25 χρόνια από το ελληνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου.
Το πρώτο πάντρεμα της ουκρανικής σχολής ποδοσφαίρου με την αντίστοιχη ελληνική, κατεγράφη το 1990. Ο γεννημένος στο Κίεβο, σπουδαίος ακραίος επιθετικός του παρελθόντος Όλεγκ Μπλαχίν, έχοντας αποσυρθεί από την ενεργό δράση στην Κύπρο φορώντας τη φανέλα του Άρη Λεμεσού, ξεκίνησε μία νέα καριέρα, αυτή του προπονητή, από τον πάγκο του Ολυμπιακού.
Το καλοκαίρι εκείνο, εκμεταλλεύτηκε τις υψηλού επιπέδου διασυνδέσεις και γνωριμίες του αλλά και το σπουδαίο όνομά του, για να πετύχει τον ερχομό δύο συμπατριωτών του, με τους οποίους μάλιστα πρόλαβε να παίξει μαζί στην τελευταία σεζόν της ποδοσφαιρικής καριέρας του, στη Ντινάμο Κιέβου.
Επρόκειτο για το γεννηθέντα στο Ντνιπροτζέρσινσκ Γκενάντι Λιτόβτσενκο και τον Όλεγκ Προτάσοβ από το Ντνιπροπετρόβσκ. Αμφότεροι ήταν τότε αστέρες της Ντινάμο Κιέβου και εν ενεργεία διεθνείς με την εθνική ομάδα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, έχοντας μάλιστα αγωνιστεί με τη φανέλα της στα Μουντιάλ του 1986 στο Μεξικό και 1990 στην Ιταλία.
Στα τρία χρόνια συνύπαρξής τους στον Ολυμπιακό κατάφεραν να κατακτήσουν μόνο ένα Κύπελλο Ελλάδας, το 1992, ωστόσο σύσσωμη η ποδοσφαιρική κοινή γνώμη αναγνώρισε την εξαίρετη παρουσία τους και το γεγονός ότι εκείνες τις περιόδους η ομάδα του Πειραιά απέδωσε εξαιρετικό θέαμα, το οποίο όμως δεν συνδυάστηκε με την κατάκτηση αρκετών τίτλων.
Εκτός από τους Ερυθρόλευκους, ο Μπλαχίν εργάστηκε επίσης ως προπονητής στον ΠΑΟΚ, στον Ιωνικό (σε δύο διαφορετικές περιόδους) και στην ΑΕΚ. Από το 1990 ως και το 2002 βρισκόταν συνεχώς σε ελληνικούς πάγκους, εκτός από τη σεζόν 1997-98 όταν επέλεξε να ξεκουραστεί για έναν χρόνο. Από το 2002 και μετά δεν έχει εργαστεί ξανά σε ελληνικό σύλλογο.
Πολύχρονο ήταν επίσης και το πέρασμα του Προτάσοβ από την Α’ Εθνική. Μετά από τον Ολυμπιακό αγωνίστηκε επίσης στη Βέροια, στην Προοδευτική και στον Πανελευσινιακό. Ο απολογισμός του ήταν 190 ματς και 68 γκολ. Αντιθέτως ο Λιτόβτσενκο αποχώρησε δίχως επιστροφή το 1993 και έκανε ένα πέρασμα από την Κύπρο το 1995, αγωνιζόμενος σε 8 ματς με τη φανέλα ΑΕΛ Λεμεσού. Με τον Ολυμπιακό ο Γκενάντι έπαιξε σε 81 παιχνίδια και πέτυχε 9 γκολ.
Από ελληνική ομάδα, όπως ο Όλεγκ Μπλαχίν, ξεκίνησε την προπονητική καριέρα του και ο Όλεγκ Προτάσοβ. Πραγματοποίησε τα πρώτα βήματά του στη Βέροια και ακολούθως ανέλαβε τον Ολυμπιακό στον οποίο θήτευσε από το 2002 ως και το 2004, οδηγώντας τον στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 2003. Κάθισε επίσης στον πάγκο του Ηρακλή τη σεζόν 2009-10.
Οι επόμενοι
Εκείνη την «περίοδο των Τσάρων», όπως την αποκαλούσαν οι φίλοι του Ολυμπιακού, στην Ελλάδα βρέθηκε επίσης για να εργαστεί ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής ο Μιχαήλ Μιχαΐλοβ από το Κιρόβογκραντ. Ήταν τερματοφύλακας και υπήρξε για έξι χρόνια συμπαίκτης του Όλεγκ Μπλαχίν στη Ντινάμο Κιέβου. Αγωνίστηκε στον Απόλλωνα Αθηνών από το 1991 ως το 1993 έχοντας συνολικά 28 συμμετοχές.
Το 1995 αφίχθη στην Ελλάδα για λογαριασμό της Λάρισας ο ουκρανός επιθετικός Βίκτορ Ντβίρνικ ο οποίος έπαιξε σε 13 ματς και σκόραρε ένα γκολ. Αν και είχε συμβόλαιο για δύο σεζόν με την ΑΕΛ, το καλοκαίρι του 1996 αποχώρησε επειδή η ομάδα από τη Θεσσαλία υποβιβάστηκε στη Β’ Εθνική κατηγορία.
Το ίδιο καλοκαίρι με τον Ντβίρνικ, ήλθε στην Αθήνα ο Βασίλι Νοβοχάτσκι, επιθετικός επίσης, ο οποίος στην πρώτη σεζόν του στον Ιωνικό Νικαίας κατάφερε να σκοράρει 10 γκολ σε 31 ματς πρωταθλήματος. Αγωνίστηκε επίσης από μία σεζόν στην Παναχαϊκή και στα Χανιά, μετρώντας συνολικά 63 συμμετοχές και 14 τέρματα.
Σε δύο ομάδες αγωνίστηκε ο επιθετικός Ντένις Σοκολόβσκι. Το 1999 ήταν ο Πανιώνιος η ομάδα που τον έπεισε ναφορέσει τη φανέλα της. Έμεινε σε αυτή μιάμιση σεζόν και για μισή ακόμα φόρεσε τη φανέλα της Λαμίας. Σε αυτά τα δύο χρόνια έγραψε 39 συμμετοχές και 5 γκολ.
Την ίδια εποχή, βραχύβιο πέρασμα από τον Ιωνικό Νικαίας (με μόλις 10 ματς και 0 γκολ) που είχε τότε προπονητή τον Μπλαχίν, πραγματοποίησε ο επιθετικός Εντουαρντ Στογιάνοβ. Αντιθέτως μακρόχρονη καριέρα (106 ματς, 22 γκολ) σε ομάδες μικρότερων κατηγοριών διέγραψε στην Ελλάδα ο μέσος Βλαντίμιρ Λόμπας. Από το 1997 ως το 2004 αγωνίστηκε διαδοχικά σε Πανσερραϊκός, Καλλιθέα, Νεάπολη Θεσσαλονίκης, Αχαρναϊκό και Κιλκισιακό.
Πολλά χρόνια καριέρας (με 107 συμμετοχές και 9 γκολ) στην Ελλάδα έγραψε στο προσωπικό ποδοσφαιρικό ημερολόγιό του επίσης, ο μέρος Βαλέρι Καρίμποβ. Από το 1992 ως το 2000, τίμησε με την παρουσία του τον Ηρακλή, την Παναχαϊκή και τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης.
Τη σεζόν 1994-95, ο Αθηναϊκός έφερε στο Βύρωνα τον Αλεξέι Ερεμένκο, ο οποίος έπαιξε σε μόλις 16 ματς στην Α’ Εθνική και περισσότερο γνωστός έγινε αργότερα για τους δύο υιούς του! Τον Ρομάν και τον Αλεξέι οι οποίοι σήμερα είναι εν ενεργεία ποδοσφαιριστές και διεθνείς με τη Φινλανδία, καθώς επέλεξαν να ακολουθήσουν την καταγωγή της μητέρας τους, ως προς την εθνική ομάδα της επιλογής τους.
Οι μεταγενέστεροι
Το καλοκαίρι του 2005, η ΑΕΚ προχώρησε στην απόκτηση του Όλεγκ Βενγκλίνσκι, ο οποίος την περίοδο εκείνη ήταν έναν από τους κορυφαίους επιθετικούς του ουκρανικού πρωταθλήματος. Είχε εντυπωσιάσει ως παίκτης της Ντνίπρο, μετρώντας 57 συμμετοχές και 31 γκολ, επιτεύγματα τα οποία τον οδήγησαν ως την εθνική Ουκρανίας, δίπλα στους φημισμένους Αντρέι Σεβτσένκο και Σεργκέι Ρεμπρόβ.
Στην Ένωση ωστόσο, ο φορ που γεννήθηκε στο Κίεβο, δεν κατάφερε να παρουσιάσει ανάλογο καλό πρόσωπο. Αγωνίστηκε μόλις μία σεζόν σε 15 αγώνες, πέτυχε 3 τρία τέρματα και αποχώρησε δίχως να δικαιολογήσει τη φήμη του «Μιγκ», όπως τότε τον αποκαλούσαν οι συμπατριώτες του.
Έφυγε ο Βενγκλίνσκι το 2006 και ήρθε τον Ιούνιο εκείνο o Όλεγκ Ίατσουκ, επιθετικός επίσης. Έπαιξε για έναν χρόνο με τη φανέλα του Εργοτέλη, ομάδα της Κρήτης, σημείωσε 3 γκολ, αλλά περισσότερο γνωστός έγινε για κάποια εσωτερικά προβλήματα που δημιούργησε λόγω δηλώσεών του για τη χαμηλή ποιότητα της ομάδας του και το ελληνικού πρωταθλήματος γενικότερα.
Ο τελευταίος χρονικά, Ουκρανός που αγωνίστηκε στην Ελλάδα, ήταν ο γεννημένος στο Ντνιπροπετρόβσκ, αμυντικός Γεβγέν Νέπλιακ. Τον πήρε ο Πλατανιάς από τη Σεβαστούπολη αλλά τον χρησιμοποίησε σε μόλις 8 αγώνες της σεζόν 2014-15.